|| Αρχαία Νομίσματα ||  ::Αρχική σελίδα:: 
 

 

Αργυραμοιβοί, τράπεζες και παραχαράξεις

 

Αργυραμοιβοί

Η κυκλοφορία πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων κατά την αρχαιότητα, οδήγησε στη δημιουργία τραπεζών, των οποίων η δραστηριότητα χρονολογείται περί τον 6ο αιώνα π.χ. Υπήρχαν πολλά κράτη που έκοβαν δικά τους νομίσματα. Νομίσματα διαφορετικών μετάλλων και αξιών αλλά κυρίως νομίσματα που ανήκαν σε διαφορετικούς σταθμιστικούς κανόνες. Όλα αυτά δυσκόλευαν τις συναλλαγές και έπρεπε να υπάρχουν ειδικοί που να μπορούν καθορίζουν την αξία των διαφόρων νομισμάτων σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε ακόμη να μπορούν να αναγνωρίζουν τα κάλπικα νομίσματα, αλλά και τα λιποβαρή. Αναγκαία λοιπόν για τα πιο πάνω αναφερόμενα ήταν η παρουσία του αργυραμοιβού.


Τράπεζες

Πολλοί ιδιώτες, κυρίως σε περιόδους κρίσεων, πολέμων κ.λ.π., κατέθεταν χρηματικά ποσά σε διάφορα ιερά για φύλαξη. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν τα χρήματα τους, μια και τα ιερά ήταν τόποι σεβαστοί και συνεπώς απαραβίαστοι. Αυτού του είδους οι καταθέσεις δεν είχαν τόκο. Έτσι ορισμένοι ιδιώτες σκέφτηκαν να προσφέρουν τόκο ώστε να προσελκύσουν τα κεφάλαια αυτά. Παράλληλα προσέφεραν δάνεια με τόκο σε όσους χρειάζονταν χρήματα. Αυτές ήταν και οι πρώτες τράπεζες. Τα ιερά καθιέρωσαν και αυτά τόκο, αλλά δεν είχαν την αποδοχή του κόσμου κυρίως λόγο της εξάρτησης τους από τις αρχές της πόλης. Οι αρχές της πόλης έπρεπε να δίνουν, πριν από κάθε δραστηριότητα των ιερών, την άδεια τους, πράμα που ήταν χρονοβόρο.

Εκτός από καταθέσεις και δάνεια οι τράπεζες διαχειρίζονταν περιουσίες, εξέδιδαν εντολές προς τρίτους και έδιδαν επιστολές για εξόφληση χρημάτων από άλλες τράπεζες, άλλων πόλεων, που είχαν συνεργασία. 

Για τον έλεγχο και την ανταλλαγή των νομισμάτων έπαιρναν προμήθεια γύρω στο 5%-6%. Αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα, υπήρχε μια επιπλέον επιβάρυνση. Η φύλαξη των χρημάτων και άλλων αντικειμένων στις τράπεζες πρέπει να ήταν δωρεάν. Στην Αθήνα, κατά τον 4ο π.χ. αιώνα, το επιτόκιο των δανείων κυμαινόταν γύρω στο 12% και των καταθέσεων γύρω στο 10%. Τα ιερά είχαν μικρότερο επιτόκιο από αυτό των ιδιωτικών τραπεζών για τα δάνεια και ήταν, για τον λόγο αυτό, συμφέρουσα η λήψη δανείου από ένα ιερό. Όσο πιο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος για την απώλεια των χρημάτων που δάνειζαν οι τράπεζες, τόσο μεγάλωνε και το ύψος του επιτοκίου. Έτσι για τα ναυτοδάνεια, την πιο επίφοβη δηλαδή περίπτωση, το επιτόκιο έφτανε μέχρι και το 100% του ποσού. Σε περίπτωση ναυαγίου η τράπεζα δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο. 


Παραχαράξεις

Από τις παλαιότερες γνωστές παραχαράξεις είναι αυτή του τυράννου Πολυκράτη, ηγεμόνα της Σάμου, ο οποίος έκοψε μετά το 524 π.χ. κίβδηλα νομίσματα, μολύβδινα επενδυμένα με χρυσό και κατάφερε να εξαγοράσει τον στρατό των Σπαρτιατών που πολιορκούσαν την πόλη του. (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος 484 - 430 π.χ.).

Πολλές είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε από την αρχαιότητα για την κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων. Για παράδειγμα στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια (1ος αι. π.χ.) υπήρχαν οργανωμένα εργαστήρια που κατασκεύαζαν κίβδηλα νομίσματα διαφόρων πόλεων. Σύμφωνα με μια γραπτή μαρτυρία υπήρχαν εδώ «ουκ ολίγα οικήματα, εν οις εφαίνοντο ευτελείς πλέον άκμονες και σφύραι, δι' ων το πάλαι εκόπτοντο χρήματα. Ο τόπος ούτος λέγουσι των Αιγυπτίων τα γράμματα ότι ήτο εργαστήριον κιβδήλων νομισμάτων κατά τους χρόνους καθ' ους ο Αντώνιος συνεζεύχθη μετά της Κλεοπάτρας».

κίβδηλο αθηναϊκό νόμισμα 

αρχαϊκής  εποχής, χαραγμένο 

από τον αρχαίο δοκιμαστή 

(τέλη 6ου, αρχές 5ου αι. π.Χ.)

Από νωρίς λοιπόν στον αρχαίο κόσμο παρατηρήθηκαν παραχαράξεις νομισμάτων , και όχι απαραίτητα από ιδιώτες αλλά σε μερικές περιπτώσεις και από τις επίσημες αρχές που τα εξέδιδαν. Πόλεις όπως η Αθήνα , η Φωκαία και η Μυτιλήνη έβγαλαν ψηφίσματα που προέβλεπαν μέχρι και την θανατική ποινή για τους παραχαράκτες. Ευθύνες καταλογίζονταν και στο κράτος που μέσω του νομισματοκόπου του, προωθούσε νοθευμένο νόμισμα. 

Αν αποδεικνυόταν ότι τα νομίσματα κόπηκαν εσκεμμένα λιποβαρή, τότε η ποινή ήταν ο θάνατος και το κράτος πλήρωνε μεγάλη αποζημίωση στα άλλα κράτη που συμμετείχαν στην ένωση.

Αν όμως αποδεικνυόταν ότι αυτό έγινε κατά λάθος τότε το κράτος δεν πλήρωνε αποζημίωση, αλλά ο νομισματοκόπος πλήρωνε χρηματική αποζημίωση ή φυλακιζόταν.

Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι από παλιά υπήρχε νόμος της Αθήνας σύμφωνα με τον οποίον «εάν τις το νόμισμα διαφθείρη θάνατον την ζημίαν είναι». 

 

 Για τον έλεγχο της γνησιότητας των νομισμάτων, οι Αθηναίοι θεσμοθέτησαν το αξίωμα του δοκιμαστού. Δοκιμαστής υπήρχε τόσο στην αθηναϊκή Αγορά όσο και στον Πειραιά. Ο δοκιμαστής είχε συγκεκριμένο πόστο, κοντά στις τράπεζες, εκτός τις μέρες που γινόντουσαν δημόσιες πληρωμές, οπότε πήγαινε στο Βουλευτήριο. 

Πενήντα βουρδουλιές ήταν η τιμωρία του αν δεν έκανε καλά την δουλεία του. Τα κίβδηλα ή λιποβαρή νομίσματα κατάσχονταν και αφού τα σημάδευαν τα κατέθεταν στο Μητρώο, στο ιερό της Μητέρας των Θεών.

Αυτό αναφέρεται σε μια σημαντική επιγραφή του 375/4 π.Χ., που βρέθηκε στις ανασκαφές της αθηναϊκής Αγοράς  το 1970.

Ερευνητές πιστεύουν ότι ο έλεγχος των νομισμάτων γινόταν με μια μικρή ζυγαριά, όπου στη μία φάλαγγα υπήρχε ένα διακριβωμένο αντίβαρο. Ένα νόμισμα υπόχαλκο (δηλαδή επαργυρωμένο αλλά χάλκινο) θα ήταν ελαφρύτερο, ενώ ένα υπομόλυβδο (επαργυρωμένο μολύβδινο) βαρύτερο. Το ίδιο ίσχυε για τα κίβδηλα νομίσματα, φτιαγμένα δηλαδή από κράματα κι όχι από καθαρό ασήμι.

Οι αρχαίοι δοκιμαστές σίγουρα θα στηρίζονταν επίσης στις αισθήσεις τους - όραση, αφή και ακοή. Ακόμα και σήμερα ένας έμπειρος δοκιμαστής αρχικά παρατηρεί προσεκτικά το νόμισμα, στη συνέχεια το ψηλαφεί, το ζυγίζει στην παλάμη του και, τέλος, το αφήνει να πέσει σε μια σκληρή επιφάνεια και ακούει τον ήχο του.

/Κορυφή/     


Copyright © 2000  [by John Baibakis]. All rights reserved.