|| Ρωμαϊκά Νομίσματα ||  ::Αρχική σελίδα:: 
 

 

Τα Ρωμαϊκά νομίσματα

 

Εισαγωγή

 

Σύμφωνα με την ρωμαϊκή μυθολογία η Ρώμη ιδρύθηκε από τον Ρωμύλο το 753 π.χ. Δίδυμος αδερφός του ήταν ο Ρώμος (ή Ρέμος). Γεννήθηκαν από τον ’ρη και τη θυγατέρα του βασιλιά της ’λβας Νουμίτορα, τη Σύλβια, που ήταν ιέρεια της θεάς Εστίας. Ο Αμούλιος, που είχε σφετεριστεί το θρόνο του Νουμίτορα, διέταξε να ρίξουν τα δύο παιδιά της ανιψιάς του Σύλβιας στον Τίβερη θέλοντας έτσι να προστατεύσει το θρόνο του από μελλοντικούς διεκδικητές. Κατά καλή τύχη όμως των παιδιών ο Τίβερης πλημμύρισε και απέθεσε τη σκάφη, μέσα στην οποία τα έχει τοποθετήσει η μητέρα τους, στις όχθες του. Εκεί τα βρήκε μια λύκαινα, η οποία πήγαινε κάθε μέρα και τα θήλαζε. Έτσι σώθηκαν και ανατράφηκαν κατά τη βρεφική τους ηλικία τα δύο αδέρφια, ώσπου τα βρήκε ο άτεκνος βοσκός Φαυστύλος και τα μεγάλωσε μαζί με τη γυναίκα του.


Όταν τα δύο παιδιά ενηλικιώθηκαν, έδιωξαν τον Αμούλιο από την ’λβα και ξανάδωσαν το θρόνο στον παππού τους Νουμίτορα. Μετά θέλησαν να χτίσουν μια πόλη στις όχθες του Τίβερη προς ανάμνηση της σωτηρίας τους. Κατά την κτίση της (754 π.Χ.) φιλονίκησαν οι δύο αδερφοί και ο Ρωμύλος σκότωσε το Ρώμο. Έτσι έμεινε μόνος ο Ρωμύλος και έγινε βασιλιάς της νέας πόλης. Για να εξασφαλίσει κατοίκους στην πόλη του ο Ρωμύλος την κήρυξε άσυλο των κακοποιών. Του έλειπαν όμως οι γυναίκες, γι' αυτό οργάνωσε την αρπαγή των γυναικών της κοντινής πόλης των Σαβίνων. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αύξηση της πόλης και το μελλοντικό της μεγαλείο.
Ο Ρωμύλος βασίλεψε μέχρι το 713 π.Χ., οπότε, σύμφωνα πάντοτε με τη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ επιθεωρούσε το στρατό του στο πεδίο του ’ρη, τον άρπαξε ζωντανό ο θεός πατέρας του και τον ανέβασε στον ουρανό. Ύστερα από αυτό ο Ρωμύλος λατρεύτηκε ως θεός με το όνομα Κυρίνος. Στο Ρωμύλο επίσης αποδίδεται η πρώτη συγκρότηση της ρωμαϊκής συγκλήτου και της εκκλησίας του δήμου.

 

Αν και υπάρχει ένας θρύλος που λέει ότι ο Ρωμαίος ηγεμόνας Σέρβιος Τούλλιος είχε κόψη μπρούτζινα νομίσματα τον 6ο αιώνα π.χ., δεν υπάρχουν ωστόσο αρχαιολογικά ευρήματα που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Όσα Ρωμαϊκά νομίσματα έχουν βρεθεί χρονολογούνται κατά τον 3ο αιώνα π.χ.

 

 aes rude

 

Πρώτοι οι Ετρούσκοι που είχαν εγκατασταθεί στην κεντρική Ιταλία, χρησιμοποιούσαν ως χρήμα χυτεφτά ακατέργαστα κομμάτια μπρούτζου aes rude  (ακατέργαστος χαλκός), μερικά από αυτά είχαν κάποιο σχέδιο που θύμιζε κλαδί δέντρου (ramo secco). Πιθανώς αρχικά χρησιμοποιήθηκαν το 400 π.χ. σαν μικρά κομμάτια χαλκού που κόπηκαν από πιο παχιά κομμάτια. Δεν υπάρχει κανένα καθορισμένο πρότυπο βάρους, ούτε οποιοδήποτε σημάδι μιας εκδίδουσας αρχής, έτσι δεν μπορούν να ονομαστούν αληθινά νομίσματα. Θα είχαν κυκλοφορήσει ως κομμάτια που ζυγίζονταν σε κάθε συναλλαγή. 

Αυτή η παράδοση διατηρήθηκε και στους Ρωμαίους που επί δύο αιώνες περίπου χρησιμοποιούσαν κομμάτια μπρούτζου κυμαινόμενου βάρους ως βασική νομισματική μονάδα. 

 

Aes signatum

 

AES SIGNATUM (υπογεγραμμένος χαλκός) αντικατέστησε τα aes rude κατά τον τρίτο αιώνα π.χ. ήταν χυτά, κυρίως ορθογώνιου σχήματος και είχαν σχέδια. Αυτά μπορεί να ήταν αληθινά νομίσματα μια και φαίνεται να πληρούν τις τρεις βασικές προϋποθέσεις: Κατ' αρχάς, μια εγγενής αξία που συνδέεται με την αξία κυκλοφορίας τους. Δεύτερον, εμφανίζονται να φέρουν το σημάδι μιας εκδίδουσας αρχής (οι ντόπιοι πρέπει να ήξεραν τις έννοιες των συμβόλων, και ένας τύπος είναι χαραγμένος "ROMANOM").

Τρίτον, έχουν ένα πρότυπο βάρους (1600 γραμμάρια), έτσι δεν θα έπρεπε να ζυγιστούν για κάθε συναλλαγή. Δυστυχώς, φαίνεται να υπάρχει μόνο μια υποδιαίρεση, έτσι συχνά βρίσκουμε αποκομμένα τεμάχια, ο μόνος τρόπος για την δημιουργία μικρότερων αξιών. Το σύστημα ήταν αδέξιο, και καταδικάστηκε σε αποτυχία.

 

Aes grave

 

 Τα AES GRAVE ήταν χυτά νομίσματα χαλκού με αρκετές διαφορετικές υποδιαιρέσεις. Αντικατέστησαν το Aes Signatum σχεδόν αμέσως, πιθανώς μετά από μόνο μερικά έτη. Μέσω διάφορων αλλαγών στα πρότυπα σχεδίου και βάρους, αυτά αποτελούσαν πιθανώς την κύρια νομισματοκοπία που χρησιμοποιήθηκε στην πόλη της Ρώμης μέχρι περίπου το 215 Π.Χ., κυκλοφορώντας παράλληλα με τα πιο πρόωρα χτυπημένα ασημένια νομίσματα που χρησιμοποιήθηκαν πιθανώς πρώτιστα για το εμπόριο με τις ελληνικές πόλεις και δεν χρησιμοποιήθηκαν πολύ στη Ρώμη.

 

Τα νομίσματα

 

ΑΝΩΝΥΜΕΣ σφραγίδες χτύπησαν νομίσματα  που εμφανίζονται αρχικά περίπου το 280 π.χ. Τα πιο πρόωρα παραδείγματα ήταν γενικά ασημένια, και εκτός από την Ρωμαϊκή χάραξη, ήταν παρόμοια με τα δίδραχμα και της δραχμές του Μεταπόντιου και μερικών άλλων ελληνικών πόλεων της νότιας Ιταλίας. Οι τύποι και το ύφος είναι στην πραγματικότητα τόσο κοντά στα Ελληνικά πρότυπα που οι μήτρες είναι σχεδόν βέβαιο ότι έγιναν από έλληνες χαράκτες σε εκείνες τις πόλεις, και είναι δυνατόν να χτυπήθηκαν εκεί για τους Ρωμαίους. Φαίνεται ότι πιθανός αυτά τα νομίσματα έγιναν για εμπορικούς λόγους και χρησιμοποιήθηκαν σπάνια στη Ρώμη. 

 

Αργότερα, πιθανώς περίπου το 250 π.χ. χτυπήθηκαν τα πρώτα χάλκινα νομίσματα με αναμφισβήτητα ρωμαϊκά σχέδια.

Περίπου το 225 π.χ. είχαμε την εισαγωγή ενός δίδραχμου του quadrigatus (τέθριππο). Αυτό ήταν το πρώτο ρωμαϊκό ασημένιο νόμισμα που είχε ευδιάκριτα ρωμαϊκό ύφος, και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι κόπηκε στη Ρώμη. Το quadrigatus σαν όνομα προέρχεται από το quadriga ή τέθριππο άρμα που βλέπουμε στον οπισθότυπο και το οποίο ήταν το πρωτότυπο για τα σχέδια που χρησιμοποιήθηκαν στα ρωμαϊκά ασημένια νομίσματα για τα επόμενα 150 έτη.

 

Το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα η ρώμη ήταν σε μακροχρόνιο πόλεμο με την Καρχηδόνα, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα χρηματικά αποθέματα της, έτσι το αργυρό νόμισμα της το quadrigatus (τέθριππο), κατέρρευσε. Περίπου το 212 π.χ. οι Ρωμαίοι εισήγαγαν ένα νέο νομισματικό σύστημα το οποίο βασιζόταν στο ασσάριο (as)


Περίπου το 211 π.χ. βλέπουμε την εισαγωγή του ασημένιου δηναρίου και μιας ακόμη πρόσκαιρης αξίας που ονομάζεται victoriatus. Δηνάρια χτυπήθηκαν για χρήση στις περιοχές υπό τον ρωμαϊκό έλεγχο και θα παρέμεναν το κύριο νόμισμα του μεσογειακού κόσμου για τα επόμενα 450 έτη. Το Victoriati χτυπήθηκε πιθανώς για χρήση στο εμπόριο με τις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας, και έπαψε να παράγεται μόλις κατάκτησαν οι Ρωμαίοι εκείνα τα εδάφη.

 

Μετά την νίκη τους επί των Καρχηδονίων οι ρωμαίοι έστρεψαν την προσοχή τους στην ανατολή, στα πλούσια Ελληνικά βασίλεια, οι δυο κύριες δυνάμεις στην περιοχή ήταν το βασίλειο της Μακεδονίας στη βόρειο Ελλάδα και η αυτοκρατορία των Σελευκιδών της Συρίας. Περίπου το διάστημα 200 - 167 π.χ. οι ρωμαίοι έθεσαν υπό τον έλεγχο τους τα βασίλεια αυτά.  

 

Ιούλιος καίσαρας

 

Ο Ιούλιος Καίσαρας (61 - 44 π.χ), είναι ένας από τους διασημότερους ανθρώπους στην καταγραμμένη ιστορία. Τα γεγονότα των τελευταίων ετών της ζωής του, και η προκύπτουσα δολοφονία του, άλλαξαν την ροή της ιστορίας. Το μεγαλύτερη μέρος των νομισμάτων του Ιουλίου Καίσαρα χτυπήθηκαν χωρίς να φέρουν πορτρέτο του, αλλά κατά τη διάρκεια των μηνών ακριβώς πριν και μετά από τη δολοφονία του, εκδόθηκε μια σειρά νομισμάτων που έφεραν το πορτρέτο. Το πορτρέτο του Καίσαρα ήταν το πρώτο ενός ζωντανού ατόμου που εμφανίστηκε σε οποιοδήποτε ρωμαϊκό νόμισμα.

 

Οκτάβιος

 

Ρωμαίος αυτοκράτορας (64 π.Χ. - 17 μ.Χ.), περισσότερο γνωστός με την επωνυμία Αύγουστος. Μετά την υιοθεσία του από τον Καίσαρα ονομάστηκε Οκταβιανός. Το 30 π.χ., ο Οκταβιανός επέτυχε τον απόλυτο έλεγχο της Ρώμης και των εδαφών της. Στις 16 Ιανουαρίου του 27 Π.Χ., ο Οκτάβιος ορίστηκε από τη Σύγκλητο για να είναι ο πρώτος πολίτης του κράτους, και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος "AVGVSTVS", "Augustus". Έως την στέψη του Αυγούστου η ρώμη ήταν δημοκρατία. Οι πλούσιοι δικαστές που την κυβερνούσαν εκλέγονταν από τον λαό. Ο λαός είχε επίσης την εξουσία να νομοθετεί. Από την στέψη του Αυγούστου και μετά αρχίζει η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή. Για τα επόμενα ενενήντα πέντε έτη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα κυβερνιόταν από άτομα που συνδέονται με την οικογένειά του, αν και η δύναμη δεν θα περνούσε ποτέ άμεσα από τον πατέρα στο γιο.

Ακόμη και μετά το τέλος της αυτοκρατορίας, τα ονόματα Caesar και Augustus θα συνδέονταν με την απόλυτη δύναμη. Ο τίτλος "AVGVSTVS" θα υιοθετούταν από κάθε αυτοκράτορα (και "AVGVSTA" από τις συζύγους τους). Ο τίτλος "CAESAR" θα παρεχόταν, από τον αυτοκράτορα, επάνω στον κληρονόμο (ή τους κληρονόμους). Ακόμη και σε αυτόν τον αιώνα, ο ρώσος κυβερνήτης ήταν γνωστός ως Czar και ο γερμανός κυβερνήτης ως Kaiser, και τα δύο που προήλθαν από τον τίτλο Caesar.

Παραστάσεις

Οι παραστάσεις των ρωμαϊκών νομισμάτων έφεραν μορφές θεών, κτιρίων, ναών, διαφόρων μνημείων, διάσημων αντρών, αυτοκρατόρων, μελών της οικογενείας του αυτοκράτορα, κ.λ.π. Πολλές φορές οι παραστάσεις των νομισμάτων αντανακλούσαν τις διάφορες αλλαγές στο πολιτικό κλήμα. ’λλες απεικονίσεις είναι ζώων όπως αετοί, πάνθηρες, λιοντάρια ελέφαντες ελάφια κ.α. και μυθικά τέρατα όπως γρύπες, κένταυροι ο πήγασος κ.α. Η παράσταση της λύκαινας που θηλάζει τα αδέρφια Ρέμο και Ρωμύλο είναι επίσης διαδεδομένη, κυρίως στα νομίσματα του Κωνσταντίνου Α' (306 - 337 μ.χ.). ’ψυχα αντικείμενα όπως εγχειρίδια, τελετουργικά σκεύη αμφορείς κ.α. απεικονίζονται και έχουν συνήθως συμβολικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα ένα τρόπαιο (σωρός από πανοπλίες και όπλα τα οποία είναι λάφυρα αιχμαλώτων πολέμου) συμβολίζει την στρατιωτική νίκη.

Παραχαράξεις

 

Όπως και σε άλλες πόλεις έτσι και στη Ρώμη οι νόμοι που προστάτευαν τα νομίσματά της ήταν αυστηρότατοι. Αν έπιαναν ρωμαίο πολίτη να κατασκευάζει και να προωθεί στις αγορές κίβδηλα νομίσματα, τον έριχναν στα θηρία, ενώ αν κάποιος δούλος κατέδιδε δράση κιβδηλοποιού, κέρδιζε την ελευθερία του και συγχρόνως αποκτούσε τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη.

Μεταρρυθμίσεις - αλλαγές

Στην πορεία της ρωμαϊκής νομισματοκοπίας έγιναν κάποιες μεταρρυθμίσεις καθώς και κάποιες μεταβολές της περιεκτικότητας στα αργυρά και του βάρους στα χρυσά νομίσματα. Υπήρχαν και ορισμένες κοπές αποκατεστημένου νομίσματος, δηλαδή απομιμήσεις παλαιότερων νομισμάτων που συνήθως εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικούς σκοπούς.  

 

Το 215 μ.χ. στα χρόνια της βασιλείας του Καρακάλα, γιου του Σεβήρου, μετά από μία νομισματική κρίση και συνεχή υποτίμηση του νομίσματος, είχαμε την εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Αντωνινιανού. Το νόμισμα αυτό ονομάζετε και ακτινοβόλο επειδή ο αυτοκράτορας εικονίζετε να φέρει ένα στέμμα με ακτίνες ώστε να ταυτίζετε με τον θεό Απόλλωνα. Το νόμισμα αυτό ήταν ο αντικαταστάτης του δηναρίου.

 

Ο Αντωνινιανός ζύγιζε λιγότερο από δύο δηνάρια και είχε χαμηλότερη περιεκτικότητα σε άργυρο. Σε μια και μόνο κοπή ο Καρακάλας μείωσε το μέγεθος του στο μισό και περιόρισε κατά το 1/6 την ήδη μειωμένη περιεκτικότητα του σε άργυρο, σύντομα έγινε το τυπικό αργυρό νόμισμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Το κύριο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο ήταν στην Ρώμη, ενώ λειτουργούσαν και άλλα στο Λούγδουνο (Λυών), και στην Ισπανία.  

 

Ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. το ρωμαϊκό αργυρό δηνάριο, λόγω της μεγάλης κυκλοφορίας του, ήταν και πολύ ισχυρό και εύκολα αναγνωρίσιμο σε όλη την Ευρώπη. Ήταν τόσο ισχυρό ώστε πολλές περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Βρετανία, έκοψαν νομίσματα που μιμούνταν τα ρωμαϊκά, προτού καν καταληφθούν από τους Ρωμαίους.

 

Από τα μέσα του 3ου αι. η αυτοκρατορία κλονιζόταν από συνεχείς απειλές των συνόρων της και από εσωτερικά προβλήματα σφετερισμού της εξουσίας στις επαρχίες. Στον νομισματικό τομέα η εξάντληση των αποθεμάτων αργύρου οδήγησε σε άνοδο του πληθωρισμού.

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να υπάρχουν οικονομικές επιπτώσεις. Κατά την διάρκεια της σύντομης βασιλείας του ο Αυρηλιανός (270 - 275 μ.χ.), έκανε μια προσπάθεια για ενότητα και σταθερότητα και πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στη νομισματοκοπία.

 

Ο αντωνινιανός (antoninianus: επάργυρο νόμισμα από κράμα αργύρου και χαλκού), ύστερα από συνεχείς υποτιμήσεις, αντικαταστάθηκε από τον βελτιωμένο αυρηλιανιανό (aurelianianus: νόμισμα ιδίου τύπου με περιεκτικότητα αργύρου 5%).

 

Παράλληλα ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός αύξησε τον αριθμό των νομισματοκοπείων σε οκτώ. Εκτός από τα νομισματοκοπεία της Τριπόλεως και του Λονδίνου, κάνουν την εμφάνισή τους τα νέα νομισματοκοπεία της Ακυληίας στην Ιταλία, της Καρχηδόνος στη Βόρεια Αφρική, της Νικομήδειας στην Ασία, της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο και από το 298 μ.Χ. και εξής της Θεσσαλονίκης και της Σερδικής, στη Χερσόνησο του Αίμου (σημερινά Βαλκάνια). Αυτά τα μέτρα αποκατέστησαν και την αξιοπιστία του aureus, του χρυσού δηλαδή νομίσματος που χρησιμοποιούνταν για τη διακίνηση ποσών μεγάλης χρηματικής αξίας. Δυστυχώς όμως τα μέτρα αυτά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν.

Η μεγάλη μεταρρύθμιση συντελέστηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305 μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός προχώρησε σε ακόμη περισσότερες αλλαγές αποκαθιστώντας την περιεκτικότητα των νομισμάτων και δημιουργώντας ένα ενιαίου δικτύου 15 νομισματοκοπείων, τα οποία στο πλαίσιο της κοινής νομισματικής πολιτικής εγγυώντο την κοπή νομισμάτων με κοινές προδιαγραφές (υποδιαιρέσεις, εικονογραφικούς τύπους, διάμετρο, βάρος, ποιότητα μετάλλου). Η τακτική δε αναγραφής των αρχικών των νομισματοκοπείων και των συμβόλων των εργαστηρίων τους είχε γίνει υποχρεωτική (π.χ. R για Ρώμη, SIS για Σισκία, κ.α.).

Σύντομα η παραγωγή νομισμάτων από καθαρό ασήμι αποδείχτηκε δαπανηρή και σταμάτησε. Τα χρυσά νομίσματα επίσης έπαψαν να έχουν κάποια σταθερή αξία σε σχέση με τα υπόλοιπα και η αξία τους ισοδυναμούσε με το χρυσό που περιείχαν.  

 

Ο aureus συνεχίζεται να κόβεται με αυξημένο βάρος, ενώ για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό κόβονται ένα αμιγώς αργυρό νόμισμα, ο argenteus, και ένα καινούργιο επάργυρο νόμισμα, ο nummus, ο οποίος αντικατέστησε τον αντωνινιανό και αποτέλεσε τη βάση του μεταγενέστερου βυζαντινού φόλλεως (τέλη 5ου αι. μ.Χ.). Τον σπουδαιότερο ρόλο πάντως τον έπαιζαν οι nummi, αφού χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές. Η προσωρινή σταθερότητα αντανακλάται στα πορτρέτα των τετραρχών που κοσμούν τις πρόσθιες όψεις των νομισμάτων, ενώ η προπαγάνδα υποβοηθείται και από την επανάληψη των ίδιων τύπων στις οπίσθιες όψεις, κηρύσσοντας μηνύματα σχετικά με την Ευσέβεια (Pietas Aug), την Πρόνοια (Providentia Aug), την Ομόνοια (Concordia Militum) ή το Πνεύμα του Ρωμαϊκού Λαού (Genio Populi Romani). Στα 305 μ.Χ. ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν, γεγονός που κλόνισε το νέο σύστημα. Ωστόσο κατά τη Δεύτερη και την Τρίτη Τετραρχία (305-313 μ.Χ.), κατά τις οποίες όμως οι εσωτερικές διενέξεις και οι προσωπικές φιλοδοξίες διέσπασαν την ενότητα και οδήγησαν σε γενικευμένη εμφύλια σύρραξη, τηρήθηκε το ίδιο σύστημα. Ο argenteus περιορίστηκε σταδιακά και ως το 313 μ.Χ. σταμάτησε να κόβεται. Ο nummus διατήρησε ως έναν βαθμό την ομοιομορφία και ομοιογένεια που είχε κατά την Πρώτη Τετραρχία, οι μεγάλες όμως ποσότητες κοπής του οδήγησαν στη σταδιακή, μακροπρόθεσμα ανεξέλεγκτη, υποβάθμισή του. 

 

Οι επόμενες μεγάλες αλλαγές στο νόμισμα έγιναν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306 - 337 μ.χ.), που μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο. Αντικαταστάθηκε ο χρυσος aureus από τον χρυσό σόλιδο (solidus), που ήταν ελαφρύτερος από τον πρώτο και με εκκίνηση το 309/310 μ.Χ. σηματοδότησε την αρχή μιας νομισματοκοπίας που διήρκεσε περίπου 650 χρόνια.

/Κορυφή/     


Copyright © 2000  [by John Baibakis]. All rights reserved.