Τεχνικές
παραγωγής

|
Οι γνώσεις που υπάρχουν
γύρω από την παραγωγή των νομισμάτων
βασίζονται κυρίως σε διάφορα
αντικείμενα που έχουν βρεθεί σε
διάφορες χρονικές περιόδους , αλλά σε
γενικές γραμμές το σύνολο τον
νομισμάτων της Ελληνικής αρχαιότητας
παράγονταν κτυπητά , δηλαδή βάζανε το
πέταλο (κομμάτι μέταλλου), το οποίο το
είχαν κατασκευάσει με χύτευση σε ειδικά
διαμορφωμένα καλούπια , ανάμεσα σε δύο
σφραγίδες στις οποίες ήταν χαραγμένες
οι παραστάσεις του εμπροσθότυπου και
του οπισθότυπου και χτυπώντας είχανε το
επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό γινόταν
μέχρι και τους νεώτερους χρόνους , μετά
γενικεύτηκε η χρήση της πρέσας. Κάθε
νόμισμα εντυπωνόταν με το χέρι σε μια
προσεχτικά προετοιμασμένη μήτρα στην
οποία έχυναν τους μεταλλικούς δίσκους
που είχαν ακριβώς το ίδιο βάρος.
|
Ο
δίσκος θερμαινόταν για να φτάσει στη
σωστή θερμοκρασία και ο εργάτης του
νομισματοκοπείου τον χτυπούσε ανάμεσα
σε δύο σκληρές μήτρες οι οποίες τον
εξανάγκαζαν να δεχθεί τις εικόνες που
αντιστοιχούσαν στις δύο του επιφάνειες.
Η διαδικασία αυτή είναι θαυμαστή εάν
λάβουμε υπ' όψη μας πως πρέπει να
επαναλαμβανόταν χιλιάδες φορές την
ημέρα. Σε μερικά νομίσματα βλέπουμε μια
συνειδητή προσπάθεια να
ευθυγραμμιστούν οι εικόνες των δύο
πλευρών. Αυτό θα μπορούσε να γίνει από
την αλληλεξάρτηση των δύο μητρών.
Τα
Ελληνικά όμως νομίσματα παράγονταν από
μήτρες που δεν ήταν αλληλοεξαρτώμενες.
Οι μήτρες ήταν από μπρούντζο, σίδηρο ή
ορείχαλκο τις οποίες προετοίμαζαν ενώ
ακόμη ήταν μαλακές και κατόπιν τις
σκλήρυναν. Μια συγκεκριμένη έκδοση
νομίσματος για μια μεγάλη πόλη ή ένα
βασίλειο, μπορεί να περιελάμβανε
εκατοντάδες, χιλιάδες ή ακόμη και
εκατομμύρια νομίσματα. Αυτό βέβαια
απαιτούσε μια καλά οργανωμένη και
εντατική προσπάθεια. Επειδή η ζωή μιας
μήτρας ήταν μάλλον περιορισμένη,
μπορούσε να παράγει 10.000-30.000 νομίσματα,
οι περισσότεροι νομισματικοί τύποι
παράγονταν από έναν αριθμό μητρών.
Καθώς οι μήτρες θρυμματίζονταν κατά τη
διάρκεια της παραγωγής, τις έστελναν
στον νομισματογλύπτη για
αντικατάσταση.
Υπάρχουν περιπτώσεις
μητρών ενός κυβερνήτη οι οποίες
αντιγράφηκαν για να χρησιμοποιηθούν
στο νόμισμα του διαδόχου του. Αυτό
σημαίνει πως τουλάχιστον στην αρχαία
Ελληνική περίοδο η χάραξη μητρών ήταν
ένα δαπανηρό στοιχείο στην παραγωγή. Τα
στοιχεία του σχεδίου είχαν σχέση με τις
τεχνικές ανάγκες της παραγωγής. Αυτό
σημαίνει, πως φρόντιζαν το σχέδιο να
έχει τέτοια μορφή, ώστε κατά το χτύπημα
το μέταλλο που αντιστοιχούσε στην
αντίθετη μήτρα, να χυθεί σε όλα τα
σημεία. Η οπίσθια μήτρα τοποθετούνταν
σε έναν άκμωνα και η εικόνα η οποία
χαρασσόταν είχε ένα ελαφρό βαθούλωμα
ενώ η άλλη πλευρά ήταν κυρτή. Με τον
τρόπο αυτό μείωναν το γλίστρημα
ανάμεσα στις δύο μήτρες.
Το
νομισματοκοπείο ήταν ένα μικρό κτίσμα
που περιείχε μία κάμινο, ενώ για
εργαλεία είχε μια ζυγαριά (πλάστιγξ)
για τη ζύγιση των κερμάτων που θα
μεταβάλλονταν σε νομίσματα, μια
γλυφίδα (γλύφανον) και ένα στιγέα (χαρακτήρ)
για την χάραξη των τύπων καθώς και μια
λαβίδα, για να τοποθετείται το κέρμα
στον άκμονα, στον οποίο ήταν
τοποθετημένη η ορειχάλκινη μήτρα του
εμπρόσθιου τύπου (ακμωνίσκος). Στο
κέρμα ετίθετο ένας στιγεύς (χαρακτήρ)
που στη μια άκρη του ήταν χαραγμένη η
οπίσθια πλευρά του νομίσματος. Την άλλη
άκρη χτυπούσε ο τεχνίτης με ένα σφυρί.
Έτσι το κέρμα πιεζόμενο μεταξύ άκμωνος
και στιγέως μεταβαλλόταν σε νόμισμα. Οι
ακμωνίσκοι και οι χαρακτήρες
φυλάσσονταν σε ένα ξύλινο σκευοθέσιο.
Στην αρχή τα κέρματα πριν μετατραπούν
σε νομίσματα, ήταν βώλοι μετάλλου. Με
την ανάπτυξη των τεχνικών μεθόδων
χύνονταν σε καλούπια ή κόβονταν με
σιδεροπρίονο από ράβδους μετάλλου, τα
άπλαστα κέρματα χύνονταν σε στρογγυλά
κοιλώματα. Στην αρχαία νομισματοκοπία
απαιτείτο μεγαλύτερος αριθμός
χαρακτήρων παρά ακμωνίσκων λόγω της
προστασίας που τους εξασφάλιζε ο άκμων
μέσα στον οποίο ήταν τοποθετημένοι.
Κατά την γενίκευση του νομισματικού
χρήματος στον Ελληνικό κόσμο συνέβαινε
οι τεχνίτες κάποιου αργυροκοπείου να
χρησιμοποιήσουν τα ήδη εν κυκλοφορία
νομίσματα κάποιας άλλης πόλης. Τα
νομίσματα αυτά ονομάζονταν επικεκομμένα
ή επίτυπα.
Άλλοτε πάλι τα
νομίσματα μιας πόλης περιλαμβάνονταν
στις επίσημες συναλλαγές μιας άλλης,
αφού πρώτα τα σφράγιζαν μ' έναν μικρό
στιγέα. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως
τα αρχαία νομίσματα αποτυπώνονταν με
το χέρι, ένα κάθε φορά και η ομορφιά
τους είναι συνάρτηση της φροντίδας που
έδειχνε ο εργάτης στην παραγωγή, όπως
και της καλλιτεχνικής ικανότητος του
νομισματογλύφου. Ο σκοπός της έκδοσης
είχε σημαντική επίδραση στην ποιότητα
της παραγωγής ενός νομισματοκοπείου.
Η
παραγωγή των νομισμάτων εκτός από
γνώσεις απαιτεί και κατοχή, κυρίως των
πολύτιμων, μετάλλων. Μικρές πόλεις το
μέταλλο που χρειάζονταν το αποκτούσαν
με το εμπόριο. Οι μεγάλες όμως πόλεις
χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες μετάλλων.
Τα μέταλλα αυτά τα έπαιρναν από τα
ορυχεία. Έτσι, για παράδειγμα, Η Αθήνα εκμεταλλευόταν
τα ορυχεία του Λαυρίου. Η Αίγινα τα
ορυχεία στην Σίφνο. Ο Φίλιππος Β' από το
Δαμάστειο και τη Παιωνία. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε
τα ορυχεία των κατακτηθέντων περιοχών.
Οι Πτολεμαίοι έπαιρναν χρυσό από τα
ορυχεία της Νουβίας και χαλκό από ης
Κύπρου. Οι Σελευκίδες από της πηγές της
Μικρά Ασίας και τις ανατολικές επαρχίες
πού είχε κατακτήση ο Μέγας Αλέξανδρος.
Χρονολόγηση
των αρχαίων Ελληνικών νομισμάτων
Η χρονολόγηση των
αρχαίων Ελληνικών νομισμάτων είναι μια
διαδικασία δύσκολη, η οποία χρειάζεται
προσεκτική εργασία ώστε να μη γίνουν
λάθη. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν
χρήση κάποιου παγκόσμιου ημερολογιακού συστήματος,
όπως αυτό που χρησιμοποιούμε εμείς
σήμερα, αλλά μετρούσαν τον χρόνο με
διάφορους τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος
τρόπος χρονολόγησης, ήταν η καταγραφή
των περιόδων βασιλείας. Μία περίοδος
βασιλείας άρχιζε με την ενθρόνιση ενός
βασιλέα και τελείωνε με την ενθρόνιση
του νέου βασιλέα. Άλλος τρόπος
χρονολόγησης είχε σχέση με το έτος ίδρυσης
μιας πόλης ή μιας δυναστείας.
Αφορμή για
την έναρξη ή αποτύπωση μιας χρονολογίας,
μπορούσε να αποτελέσει ένας αριθμός
διάφορων σημαντικών γεγονότων. Για την
καταγραφή της χρονολογίας, οι αρχαίοι
Έλληνες, χρησιμοποιούσαν τα γράμματα
του Ελληνικού αλφαβήτου, (δείτε την ενότητα
αριθμητικά συστήματα). Η καταγραφή
γινόταν από τα αριστερά προς τα δεξιά χρησιμοποιώντας
πρώτα τις μονάδες, μετά τις δεκάδες και
μετά τις εκατοντάδες. Σε μερικές περιπτώσεις
η καταγραφή της χρονολογίας γινόταν και
από τα δεξιά προς τα αριστερά, χωρίς αυτό
να αλλοιώνει το νόημα της χρονολογίας.
Ας δούμε ένα παράδειγμα : το έτος 142
μπορεί να γραφτεί, από τα αριστερά προς
τα δεξιά σαν ΒΜΡ, αλλά και από τα δεξιά
προς τα αριστερά σαν ΡΜΒ. Και στις δύο
πιο πάνω περιπτώσεις προκύπτει η ίδια χρονολογία.
Χρειάζεται προσοχή
ώστε να γίνει σύγχυση ανάμεσα στα αρχικά
γράμματα του αρχηγού της δικαστικής
αρχής ή γραμμάτων που μπορεί να
αποτελούν αύξοντα αριθμό σειράς έκδοσης,
με αυτά μια χρονολογίας.
Τα περισσότερα από
τα αρχαία Ελληνικά νομίσματα δεν
αναγράφουν χρονολογία. Σε αυτά τα
νομίσματα οι ερευνητές, μπορούν να
βγάλουν συμπεράσματα για την χρονολογία
μελετώντας τις διάφορες επισημάνσεις,
όπως τα αρχικά γράμματα της δικαστικής
αρχής και άλλα σημάδια που μπορεί να
υπάρχουν, αν έχουν γνώση για αυτά από διάφορες
ιστορικές πηγές. Επίσης η μετονομασία
μιας πόλης μπορεί να βοηθήσει στην
χρονολόγηση ενός νομίσματος. Συνήθως
μια πόλη μετονομαζόταν μετά από μια
φυσική καταστροφή ή μια κατάκτηση.
Τέτοια γεγονότα μπορεί να συνέβαιναν
δύο ή τρεις φορές κατά την διάρκεια της
ζωής μιας πόλης. Όταν οι ερευνητές
διαθέτουν τα ιστορικά στοιχεία εκείνα
που κάνουν γνωστά τέτοια γεγονότα, τότε
μπορούν να κατηγοριοποιήσουν
χρονολογικά τα νομίσματα από το όνομα
της πόλης που αναγράφουν.
Από τον βαθμό
φθοράς των μητρών παραγωγής, οι
ερευνητές μπορούν να δώσουν με σχετική
ακρίβεια τη σειρά έκδοσης ορισμένων
νομισμάτων. Η εμπρόσθια μήτρα είχε μεγαλύτερη
διάρκεια ζωής από την οπίσθια σε ποσοστό
εφτά προς ένα. Έτσι από την αλληλουχία
της φθοράς της εμπρόσθιας μήτρας, μπορεί
να καθοριστεί μια σειρά χρονολόγησης.
Όπως αναφέραμε ήδη,
τα περισσότερα αρχαία Ελληνικά
νομίσματα δεν φέρουν χρονολογία και τα
πιο πολλά από αυτά δεν έχουν καθόλου
γράμματα ή αν έχουν είναι μόνο το όνομα
της πόλης ή συντόμευση αυτού. Μια
προσπάθεια χρονολόγησης τέτοιων
νομισμάτων μπορεί να γίνει από το μέταλλο
του νομίσματος ή το καλλιτεχνικό ύφος.
Πιο κάτω αναφέρουμε τις περιόδους της
Ελληνικής νομισματοκοπίας βάση του καλλιτεχνικού
ύφους. Οι καλλιτέχνες κάποιας περιόδου,
σε ορισμένες περιπτώσεις αντέγραφαν το
ύφος μιας προηγούμενης, για παράδειγμα,
καλλιτέχνες της κλασικής και της
Ελληνιστικής περιόδου αντέγραφαν σε
μερικά νομίσματα το ύφος της αρχαϊκής
περιόδου (αρχαϊσμός). Σε αυτή την
περίπτωση χρειάζεται προσοχή ώστε να
μην υπάρξει σύγχυση στην χρονολόγηση
των νομισμάτων.
/Κορυφή/
|