Η βασική μέθοδος παραγωγής των
νομισμάτων εδώ και 2500 περίπου χρόνια,
παραμένει σχεδόν η ίδια. Τα πρώτα νομίσματα παράγονταν
με την χύτευση του μετάλλου σε καλούπια,
ώστε να πάρει το επιθυμητό σχήμα και στη
συνέχεια το μέταλλο σφραγιζόταν χτυπητά
ανάμεσα σε δύο μήτρες που έφεραν
χαράξεις.
Στην μεσαιωνική Ευρώπη το σχήμα
των νομισμάτων προέκυπτε με την
σφυρηλάτηση φύλων μετάλλου, ώστε να
αποκτήσουν το απαιτούμενο πάχος και
στην συνέχεια κόβονταν με διάφορα
εργαλεία, λιμάρονταν και τρίβονταν ώστε
να αποκτήσουν το ακριβές βάρος. Τα
υπολείμματα αυτής της εργασίας
φυλάσσονταν και ανακυκλώνονταν για την
κατασκευή νέων μεταλλικών φύλων.
|

|

|
Οι πρώτες μήτρες
κατασκευάζονταν από μπρούτζο που στη
συνέχεια αντικαταστάθηκε από σίδερο και
άλλα μέταλλα.. Η κάτω μήτρα έφερε μια
αιχμηρή μύτη, για να μπορεί να
στερεώνετε σε ξύλο ή αμόνι. Συνήθως το
σχέδιο του οπισθότυπου ήταν χαραγμένο
στην πάνω μήτρα η οποία και φθείρονταν
γρηγορότερα, επειδή δέχονταν τα
χτυπήματα του σφυριού. Οι μήτρες
κατασκευάζονταν από ειδικούς τεχνίτες
που είχε κάθε νομισματοκοπείο, αυτοί
σχεδίαζαν το σχέδιο επάνω στην μήτρα και
έπειτα σταδιακά με ειδικές σφραγίδες
έκαναν την χάραξη της μήτρας.
Η πρώτη σημαντική βελτίωση στην
παραγωγή των νομισμάτων σημειώθηκε το
1551, με την ίδρυση ενός νέου
νομισματοκοπείου στο Παρίσι. Εκεί το
νερό ενός μήλου κινούσε ένα μηχάνημα που
συμπίεζε το μέταλλο ώστε να αποχτήσει
ομοιόμορφο πάχος. Τότε παρήχθησαν και τα
πρώτα νομίσματα με τέλειο κυκλικό σχήμα.
|
Στη συνέχεια από τον 15ο έως τον
17ο αιώνα, αναπτύχθηκαν δύο είδη πρέσας, η
κοχλιωτή και η κυλινδρική.
Η κοχλιωτή πρέσα
κατασκευάστηκε στην Ιταλία και
αποτύπωνε το σχέδιο της μήτρας επάνω στο
μέταλλο με μεγάλη πίεση, με την στροφή
ενός χειροκίνητου κοχλία. Οι μήτρες των
κοχλιωτών πρέσων είχαν τετράγωνη βάση
και στερεώνονταν με ρυθμιζόμενες βίδες
για την ακριβή τους τοποθέτηση. Το σώμα
των μητρών λέπταινε προοδευτικά και
κατέληγε σε μία στρογγυλή επιφάνεια,
λίγο μεγαλύτερη από την επιφάνεια του
νομίσματος.
Ένας τεχνίτης εκείνη την
εποχή έκανε μέχρι και ένα μήνα για την
κατασκευή μιας σφραγίδας με το σχέδιο
της μήτρας το οποίο αρχικά αποτυπωνόταν
σε χαρτί ή κερί. Για την επιγραφή και την
χρονολογία κατασκευάζονταν άλλες
σφραγίδες. Αφού μαλάκωναν την επιφάνεια
της μήτρας, τοποθετούσαν επάνω της
διαδοχικά τις σφραγίδες και με ένα
γρήγορο χτύπημα με σφυρί αποτύπωναν το
σχέδιο.
Η κυλινδρική πρέσα
κατασκευάστηκε την ίδια περίπου εποχή
με την κοχλιωτή στην Αυστρία. Μεταλλικά
φύλλα περνούσαν ανάμεσα από ζεύγη
κυλίνδρων, καθένας από τους οποίους ήταν
χαραγμένος με διάφορες μήτρες. Οι μήτρες
της κυλινδρικής πρέσας κατασκευάζονταν
με δυσκολία μια και η χάραξη επάνω στους
κυλίνδρους, λόγο του κυκλικού σχήματος
αυτών, απαιτούσε δεξιοτεχνία και
ακρίβεια.
Η πιο διαδεδομένη πρέσα για την
κοπή νομισμάτων ήταν η κοχλιωτή.
Το 1786 ο Τζέιμς Βατ και ο
συνέταιρος του Μάθιου Μπούλτον,
δημιούργησαν την πρώτη αυτόματη
ατμοκίνητη πρέσα.
|

|
 |
Από το 1818 σταδιακά
αντικαταστάθηκαν και οι ατμοκίνητες
πρέσες, με τις πρέσες με μοχλό τις οποίες
δημιούργησε ο Γερμανός μηχανικός
Ντίτριχ Ούλχορν, στο Ντίσελντορφ. Αυτές
οι μηχανές λειτουργούσαν με μια
ατμομηχανή η οποία κινούσε ένα στέλεχος,
πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένη η πάνω
μήτρα. Ενώ η κάτω μήτρα ήταν στερεωμένη
πάνω σε μια ακίνητη βάση. Τα αχάρακτα
κομμάτια μετάλλου έφταναν μέσο ενός
αγωγού αντί να τοποθετούνται με το χέρι,
βελτιώνοντας έτσι κατά πολύ την
ασφάλεια των εργαζομένων.
Στην συνέχεια
οι πρέσες χρησιμοποιούσαν αντί για ατμό
την υδραυλική ενέργεια και έπειτα τον
ηλεκτρισμό. Από τις αρχές του 18ου αιώνα
άρχισαν να χρησιμοποιούνται μηχανές για
την κατασκευή των σφραγίδων και των
μητρών. Στα τέλη του 18ου αιώνα έκανε την
εμφάνιση της η μηχανή σμίκρυνσης, η
οποία μπορούσε να δημιουργήσει ένα
σχέδιο υπό κλίμακα με βάση ένα
μεγαλύτερο ομοίωμα. Το υλικό των μητρών
επικράτησε να είναι ο χάλυβας
χωνευτηρίου, ένα ανθεκτικό υλικό το
οποίο το χρησιμοποιούσαν μέχρι τα μέσα
του 20ου αιώνα.
|
Σήμερα για την παραγωγή των
νομισμάτων χρησιμοποιούνται αυτόματες
μηχανές υψηλής τεχνολογίας, όμως ο
βασικός τρόπος λειτουργίας, παραμένει
ίδιος με αυτόν της μηχανής Ούχλχορν, με
πολλές όμως βελτιώσεις. Στα σύγχρονα
νομισματοκοπεία το μέταλλο τήκετε σε
κλιβάνους και στη συνέχεια μετατρέπετε
σε λουρίδες από τις οποίες κόβονται τα
ασφράγιστα κομμάτια μετάλλου, τα οποία
πριν σφραγιστούν υφίσταται μια ειδική
κατεργασία για να μαλακώσουν. Το
σφράγισμα τους γίνετε σε πανίσχυρες
πρέσες, όπου διαμορφώνονται ταυτόχρονα
ο εμπροσθότυπος, ο οπισθότυπος και το
γραμμωτό χείλος. Το χείλος του
νομίσματος μερικές φορές διαμορφώνετε
με ξεχωριστή διαδικασία. Τέλος με
ιμάντες μεταφέρονται και συσκευάζονται
σε σάκους, πάνω στους οποίους
τοποθετούνται ετικέτες.
Οι σύγχρονες μήτρες
κατασκευάζονται από πολύ σκληρά κράματα
χάλυβα και τιτανίου και είναι
εξαιρετικά ανθεκτικές. Οι σύγχρονες
υδραυλικές πρέσες φέρουν πολλαπλές
μήτρες και μπορούν να χαράξουν περίπου
400 νομίσματα το λεπτό.
Ωστόσο όπως και παλαιότερα η
αρχική δουλειά γίνετε με το χέρι. Ένας
ζωγράφος ετοιμάζει το σχέδιο και αφού
αυτό εγκριθεί ένας χαράκτης το
μεταφέρει μεγενθημένο (30 εκατοστά
περίπου), σε πλαστελίνη ή πυλό. Έπειτα
φτιάχνονται καλούπια από γύψο και με την
μέθοδο της ηλεκτροτυπίας, κατασκευάζετε
ένα μεταλλικό αντίγραφο του γύψινου
εκμαγείου. Μία μηχανή σμίκρυνσης
φτιάχνει μια μικρότερη εκδοχή του
καλουπιού. Ένας μεταλλικός κόφτης, σε
συνδυασμό με μία βελόνα αντιγραφής που
κινείτε επάνω στην ηλεκτροτυπία, κόβει
σε ένα χαλύβδινο αντίγραφο , το λεγόμενο
σήμαντρο, την τελική εικόνα στο μέγεθος
του νομίσματος. Η διαδικασία αυτή
διαρκεί μέχρι και τρεις μέρες. Τέλος η
εικόνα μεταφέρετε πάνω σε μαλακό χάλυβα
ο οποίος έπειτα από ειδική επεξεργασία
σκληραίνεται. Η τελική μήτρα στιλβώνετε
με διαμαντόσκονη στο χέρι και
προσαρμόζετε στην πρέσα για την
κατασκευή των νομισμάτων.
Παραχαράξεις
νομισμάτων
Παραχαράξεις
νομισμάτων γίνονταν από τα πρώτα χρόνια
που εμφανίστηκε το νόμισμα. Στα αρχαία
χρόνια οι παραχαράκτες κατασκεύαζαν
αντίγραφα από πήλινα καλούπια και
κατόπιν επικάλυπταν το ευτελές μέταλλο
με φύλο χρυσού ή αργύρου. Κατά τον
μεσαίωνα οι παραχαράκτες, έτριβαν πάνω
σε ένα ασφράγιστο κομμάτι αργυρού ή
χάλκινου νομίσματος, ένα μείγμα χρυσού
και υδραργύρου που στη συνέχεια το
θέρμαιναν για να εξατμιστεί ο
υδράργυρος και να μείνει ένα στρώμα
χρυσού. Έπειτα το μορφοποιούσαν με την
πλαστή μήτρα.
Με την είσοδο κατά
τον 16ο αιώνα των μηχανών παραγωγής
νομισμάτων η παραχάραξη συνέχισε να
υπάρχει, αλλά πλέον έγινε μια δύσκολη
υπόθεση, μια και για να πετύχει ο
παραχαράκτης το τέλειο κυκλικό σχήμα
και τις έξοχες χαράξεις των μηχανών
χρειαζόταν εξοπλισμό τέτοιο που η
παραχάραξη πλέων γινόταν ασύμφορη.
Με την πάροδο των χρόνων, τα νομίσματα
άρχισαν να κατασκευάζονται από ευτελή
υλικά, έτσι οι σύγχρονοι κιβδηλοποιοί
έχουν συνήθως σαν στόχο, την
εξαπάτηση των συλλεκτών καθώς με τα
σύγχρονα μέσα που διαθέτουν μπορούν
εύκολα να αντιγράψουν τα παλιά, κυρίως
τα χειροποίητα, νομίσματα.
από τους
μεγαλύτερους Έλληνες παραχαράκτες ήταν
ο Χριστόδουλος, ο οποίος έδρασε στις
αρχές του 1900, στην Αθήνα και έκοψε
κίβδηλα νομίσματα πολύ υψηλής ποιότητας,
κυρίως αρχαία Αθηναϊκά τετράδραχμα, που
ακόμη και σήμερα είναι πολύ δύσκολο να
αναγνωριστούν. Ο Χριστόδουλος έκοψε
γύρω στα 1000 κομμάτια μέχρι που τον
συνέλαβαν και κατάσχεσαν οι αρχές τα
σύνεργα του.
Ένας άλλος γνωστός
παραχαράκτης ο Τζιοβάνι Καβίνο, (1500 - 1570),
χαράκτης από την Πάντοβα, είχε παράγει
μια μεγάλη ποικιλία Ρωμαϊκών νομισμάτων,
με στόχο συλλέκτες, πολλά από τα οποία
δεν ήταν πιστά αντίγραφα αλλά δικές του
επινοήσεις. Αυτά τα νομίσματα τα
λεγόμενε νομίσματα της Πάντοβα,
αποτελούν σήμερα συλλεκτικά
αντικείμενα μεγάλης αξίας.
Όλα τα κράτη για την
αντιμετώπιση της παραχάραξης έχουν
ψηφίσει αυστηρούς νόμους οι οποίοι
προβλέπουν μεγάλα πρόστιμα και φυλάκιση.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι,
παλαιότερα οι ποινές για τούς
παραχαράκτες ήταν ο θάνατος, η εξορία, το
μαστίγωμα, ρίχνονταν σε καυτό λάδι,
διαμελίζονταν στο τροχό ή
απαγχονίζονταν, ανάλογα με την τιμωρία
που επικρατούσε σε κάθε χώρα.
Παραχαράξεις εκτός από
τους κιβδηλοποιούς, έχουν σε
ορισμένες περιπτώσεις κάνει και
επίσημες αρχές με στόχο συνήθως να
τονώσουν το εθνικό τους νόμισμα, σε
περιόδους κρίσεων, ή να υπονομεύσουν την
οικονομία ενός ανταγωνιστικού κράτους.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα, όταν κατά τον
β΄ παγκόσμιο πόλεμο η Γερμανία τύπωσε
εννέα εκατομμύρια χαρτονομίσματα, με
σκοπό να τα διοχετεύσει στην Βρετανική
αγορά και με αυτό τον τρόπο να πλήξει την
Βρετανική οικονομία. Οι Βρετανοί είχαν
πληροφορίες για αυτή την επιχείρηση
αλλά ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι θα είχε
τόση μεγάλη έκταση. Ευτυχώς για αυτούς ο
πόλεμος τελείωσε πριν προλάβουν να
γίνουν ορατά τα οδυνηρά αποτελέσματα
αυτής της επιχείρησης. Αυτή
χαρακτηρίζεται και η μεγαλύτερη
επιχείρηση παραχάραξης όλων των εποχών.
Οι άνθρωποι ειδικά
όταν τα νομίσματα κατασκευάζονταν από χρυσό ή ασήμι, έλεγχαν την ποιότητα και
το βάρος τους για να είναι σίγουροι ότι
δεν θα εξαπατηθούν. Τα αρχαία χρόνια, που
τα νομίσματα είχαν ακανόνιστο σχήμα,
ήταν εύκολο να αφαιρεθεί τμήμα τους,
έτσι η πιο συνηθισμένη μέθοδος ελέγχου
ήταν το ζύγισμα, πρακτική που
εξακολουθούσε να εφαρμόζετε μέχρι και
τον 20ο αιώνα. Άλλοι τρόποι ελέγχου ήταν,
το χτύπημα του νομίσματος με μικρές
σφραγίδες έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν το
μέταλλο στο σημείο του χτυπήματος ήταν
ίδιο με αυτό της επιφάνειας του
νομίσματος. Επίσης το χτύπημα του
νομίσματος για να ελεγχθεί ο ήχος που
βγάζει, το δάγκωμα, για να δουν αν σπάσει
η επικάλυψη, σε περίπτωση που αυτό ήταν
κίβδηλο ή τα εικονογραφημένα εγχειρίδια
με εικόνες διαφόρων νομισμάτων, που
χρησιμοποιούσαν οι έμποροι κατά το
μεσαίωνα, κυρίως στα λιμάνια που
κυκλοφορούσαν νομίσματα από διάφορες
χώρες, ήταν μερικοί ακόμη τρόποι που
εφαρμόζονταν για τον έλεγχο της
γνησιότητας των νομισμάτων.
Με την χρήση των
μηχανών για την κοπή των νομισμάτων,
επινοήθηκαν και διάφοροι τρόποι για τον
έλεγχο της γνησιότητας τους και την
αποθάρρυνση των παραχαρακτών, όπως
σχήματα που έφταναν μέχρι το χείλος του
νομίσματος, ή γράμματα που εφάπτονταν με
αυτό, πολύπλοκα σχέδια κ.λ.π.
/Κορυφή/
|