Ρώμη
Πρωτεύουσα και κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της αρχαιότητας, που εκτεινόταν, πέρα από τον αρχικό πυρήνα της πόλης, σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και έφτανε στα ανατολικά στη Μεσοποταμία και στα δυτικά στη Βρετανία.
Ιστορία
Σύμφωνα με μια παράδοση κοινά αποδεκτή από τους Λατίνους ιστορικούς, ιδρύθηκε το 754-53 π. Χ. από τους Ρωμύλο και Ρέμο, απογόνους του ήρωα της Τροίας Αινεία. Η Ρώμη δημιουργήθηκε από την ένωση πολλών κοινοτήτων, που χτίστηκαν μεταξύ του 10ου και του 8ου αιώνα π. Χ., και συμμετείχαν στη λατινική θρησκευτική συμμαχία, που είχε το κέντρο του στο ναό του Δία του Λατίου. Σχετικά μ’ αυτήν την περίοδο και τους επτά βασιλείς της πόλης έχουμε πληροφορίες που αγγίζουν τα όρια του μύθου, από τις οποίες μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η Ρώμη, αφού νίκησε τη Alba Loga και κατάφερε να υπερισχύει επί των πόλεων του Λατίου, υποτάχθηκε με τη σειρά της την κυριαρχία των Ετρούσκων (βασίλεια του Ταρκύνιου Πρίσκου, του Σέρβιου Τύλλιου και του Ταρκύνιου του Υπερήφανου).
Η αρχαία διάκριση της τάξης των πατρικίων στις φυλές των
Ramneses, Titienses και των Luceres τροποποιήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Σέρβιο Τύλλιο, που διαίρεσε όλο το λαό, συμπεριλαμβανομένων των πληβείων, σε πέντε τάξεις και θέσπισε τις συνελεύσεις των εκατονταρχιών. Στην αντίδραση της τάξης των πατρικίων οφείλεται η πτώση της μοναρχίας και η δημιουργία της δημοκρατίας των πατρικίων (510 π. χ.), που κυβερνιόταν από δύο αιρετούς ύπατους.
Το τέλος της μοναρχίας συνέπεσε με την κρίση του κράτους των Ετρούσκων και με την εξασθένιση της Ρώμης σε σχέση με τους Λατινικούς πληθυσμούς που είχαν καταφέρει να ανεξαρτητοποιηθούν από τους Ετρούσκους. Η ένταση μεταξύ Ρώμης και λατινικής ομοσπονδίας έληξε, σύμφωνα με την παράδοση, το 493 π. Χ. με το foedus
Cassianum. Στη συνέχεια η Ρώμη πολέμησε εναντίον της Ετρουσκικής πόλης του Βεϊο, και νικήθηκε από το δικτάτορα Φούριο Κάμιλλο το 396 π. Χ. Μετά την εισβολή των Γαλατών (αρχές του 4ου π.Χ αι) οι Ετρούσκοι, οι Έκουοι και οι Έρνικες απείλησαν και πάλι την πόλη, αλλά ηττήθηκαν μετά από περίπου 40 χρόνια πολέμων, στο τέλος των οποίων η Ρώμη επέβαλε την ηγεμονία της στο Λάτιο. Στην πίεση των εξωτερικών εχθρών προστέθηκαν σ’ όλη αυτήν την περίοδο οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ πατρικίων και πληβείων, γιατί οι τελευταίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την εγγύηση μιας γραπτής νομοθεσίας.
Η απόσχιση των πληβείων το 494 π.Χ. οδήγησε στη δημιουργία των δημάρχων, την οποία ακολούθησε η σύνταξη των Νόμων των
ΙΒ΄ Τραπεζών. Οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο τάξεων συνεχίστηκαν όμως όλο τον 5ο και 4ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων οι πληβείοι πέτυχαν να εκλέγονται στη Σύγκλητο, όπως και στα αξιώματα του δικτάτορα, του τιμητή ακι του πραίτωρα καθώς και στα συμβούλια των ποντιφίκων και των οιονοσκώπων. Χάρη στους Λικίνιους-Σέξτιους νόμους (336 π. Χ.) ακόμη και το αξίωμα του υπάτου έπαψε να είναι αποκλειστικό προνόμιο των πατρικίων.
Οι απαρχές της δημοκρατικής περιόδου συμπίπτουν με την κατάκτηση της νότιας και της νησιωτικής Ιταλίας, παρόλο που στην αρχή εμποδίστηκε από το λαό των Σαμνιτών, που κατοικούσαν στην Καμπανία, κατά των οποίων διεξήχθησαν τρεις πόλεμοι (343-290 π. Χ.). Οι πόλεμοι αυτοί έληξαν με τη νίκη της Ρώμης, που επέκτεινε έτσι τα εδάφη της μέχρι τη Λουκανία. Το 284 π. Χ., οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύτηκαν μία επίθεση των Γαλατών Σενόνων κατά του Αρέτσο, και εισέβαλαν στα εδάφη τους και τα κατέκτησαν. Το 272 π. Χ., μετά μάχες, στις οποίες η Ρώμη υπέστη σοβαρές απώλειες από τον Πύρρο, το βασιλιά της Ηπείρου, κατέλαβε και το Ταράντο. Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα με τους Βρεττούς, τους Λουκανούς, τους Πικένους, τους Ούμπριους και τους Ιαπιγούς, που ενσωματώθηκαν στην ρωμαιο-ιταλική ομοσπονδία.
Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ οι κτήσεις των Ρωμαίων εκτείνονταν μέχρι τη Σικελία, που εν μέρει ελεγχόταν από την Καρχηδόνα. Οι προηγούμενες φιλικές σχέσεις των δύο πόλεων οδηγήθηκαν σε κρίση και το 264 ξέσπασε ανάμεσα στους παλιούς συμμάχους ο Α΄ Καρχηδονιακός πόλεμος, που έληξε το 241 με την ήττα των Καρχηδόνιων και την μετατροπή της Σικελίας σε ρωμαϊκή επαρχία. Η ηττημένη πόλη προσπάθησε στην Ιβηρική χερσόνησο να αντισταθμίσει τις απώλειες που υπέστη στη Σικελία. Η κατάκτηση από τους Καρχηδόνιους του Σαγκούντο, που ήταν σύμμαχος της Ρώμης, έδωσε την αφορμή για την αρχή του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου (218-202 π. Χ.). Αφού ηττήθηκαν οι Καρχηδόνιοι στο Ζάμα (202 π. Χ.), η Ρώμη, που είχε γίνει πλέον μεσογειακή δύναμη, αντιμετώπισε τη Μακεδονία, που αντιπροσώπευε μια υπολογίσημη απειλή για τις ιλλυρικές κτήσεις, τις οποίες η Ρώμη είχε καταλάβει κατά τον 3ο αιώνα. Στο τέλος (168 π. Χ.) των μακεδονικών πολέμων, οι οποίοι συνέπεσαν με τους πολέμους κατά του συριακού βασιλείου του Αντίοχου, η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία (146 π. Χ.). Σ’ αυτήν ενσωματώθηκε τον ίδιο χρόνο η Ελλάδα. Ταυτόχρονος με την ελληνική εξέγερση ήταν ο Γ΄ Καρχηδονιακός πόλεμος, που έληξε με την ήττα της Καρχηδόνας το 146 π. Χ. και την καταστροφή της στη συνέχεια.
Στις αρχές του 1ου αιώνα τα ρωμαϊκά εδάφη περιελάμβαναν, εκτός από την Ιταλία, την εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, την Ίστρια και τη Δαλματία, τις επαρχίες της Σικελίας, της Σαρδηνίας-Κορσικής, της Ισπανίας, της Μακεδονίας, της Αφρικής και της Ασίας. Στο εσωτερικό, η βαθμιαία πτώχευση των πολιτών και η συνακόλουθη διάθεση εδαφών σε χαμηλή τιμή οδήγησε σε μια οικονομία βασισμένη στη μεγάλη γαιοκτησία, η οποία ενισχύθηκε από τον αυξανόμενο αριθμό των σκλάβων, που οφειλόταν στις στρατιωτικές κατακτήσεις. Στο τέλος των μεγάλων μεσογειακών πολέμων οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους αναζωπυρώθηκαν λόγω δύο σημαντικών ζητημάτων: της αγροτικής μεταρρύθμισης και του δικαιώματος υπηκοότητας. Το τελευταίο αφορούσε τους Ιταλούς συμμάχους της Ρώμης που δεν είχαν ρωμαϊκή υπηκοότητα και γι’ αυτό ήταν αποκλεισμένοι από το μοίρασμα των λαφύρων του πολέμου.
Μία καινούργια κοινωνική τάξη
(equites ή ιππείς), που περιλάμβανε αποκλειστικά εμπόρους και εργολάβους, εμφανίστηκε στο μεταξύ στη δημόσια ρωμαϊκή ζωή. Για να αποκτήσει πολιτική δύναμη προσπάθησε να συμμαχήσει με τους πληβείους, που αγωνίζονταν για την αγροτική μεταρρύθμιση. Μια προσπάθεια σ’ αυτήν την κατεύθυνση έγινε από τον Τιβέριο Γράκχο, που εκλέχθηκε δήμαρχος το 133 π. Χ. Το νομοσχέδιό του, που προέβλεπε τον περιορισμό της εδαφικής ιδιοκτησίας και τον αναδασμό της δημόσιας γης, συνάντησε την αντίθεση της αριστοκρατίας της συγκλήτου και ο Τιβέριος, που υπέβαλε εκ νέου υποψηφιότητα για τις δημαρχικές εκλογές του 123 π. Χ., δολοφονήθηκε μαζί με 330 οπαδούς του κατά τη διάρκεια μιας αναταραχής.
Τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε δήμαρχος ο αδελφός του Γάιος Γράκχος, ο οποίος έψαχνε συμμάχους για τη μεταρρύθμιση ανάμεσα στους ιππείς και τους κατοίκους των επαρχιών, όμως δολοφονήθηκε το 121 π. Χ. Η νίκη των αριστοκρατών ήταν όμως μικρής διάρκειας. Οι πόλεμοι εναντίον του Ιουγούρθα (111-105 π. Χ.) και εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων (102-101 π. Χ.) οδήγησαν στην άνοδο του δημοκρατικού Γάιου Μάριου, που ήταν ο νικητής των πολέμων αυτών. Το 104 π. Χ. ο Μάριος προχώρησε στη μεταρρύθμιση του στρατού, μετασχηματίζοντάς το από στρατό των πολιτών σε επαγγελματικό στρατό μισθοφόρων που συμμετείχε στη διανομή των πολεμικών λαφύρων. Από τότε τα ρωμαϊκά στρατεύματα έγιναν το όργανο εξουσίας των στρατηγών τους, επιταχύνοντας έτσι τη διάλυση των δημοκρατικών θεσμών.
Μεταξύ του 90 π. Χ. και του 88 π. Χ. οι Ιταλοί, ενωμένοι σε μία ομοσπονδία, επαναστάτησαν στη Ρώμη, που, παρά τη νίκη του νεαρού στρατηγού Σύλλα, αναγκάστηκε να τους παραχωρήσει το δικαίωμα υπηκοότητας. Όμως η σύγκλητος κατάφερε να επικρατήσει ακόμη μια φορά επί των δημοκρατικών δυνάμεων και ο Μάριος εξορίστηκε (88 π. Χ.). Όταν γύρισε στη Ρώμη, λόγω της απουσίας του Σύλλα, που ήταν απασχολημένος στους Μιθριδατικούς πολέμους, ο Μάριος ανέλαβε την εξουσία (87π. Χ.), αλλά πέθανε λίγο αργότερα (86 π. Χ.). Με την επιστροφή του Σύλλα οι οπαδοί του Μάριου ηττήθηκαν (83 π. Χ.) και η λαϊκή παράταξη κατέρρευσε από τους πολύ σκληρές προγραφές.
Όταν ανακηρύχθηκε δικτάτορας το 82 π. Χ., ο Σύλλας διατήρησε επιφανειακά το δημοκρατικό σύστημα, αλλά προώθησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που αποκαθιστούσαν την εξουσία των αριστοκρατών εις βάρος των ιππέων και των πληβείων. Αφού αποσύρθηκε ηθελημένα από τη δημόσια ζωή το 79 π. Χ., ο Σύλλας πέθανε όταν είχε ήδη ξεσπάσει η επανάσταση του Σερτόριου, οπαδού του Μάριου, που είχε δημιουργήσει στην Ισπανία ένα κράτος ανεξάρτητο από τη Ρώμη. Νικητής του Σερτόριου (72 Π. Χ.) ήταν ο Πομπήιος, από την αριστοκρατική παράταξη, που ήταν αποφασισμένος να αποκτήσει στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος μία στέρεη προσωπική εξουσία. Ύπατος μαζί με τον Κράσο (70 π. Χ.), αφού είχε καταστείλει την εξέγερση των σκλάβων του Σπάρτακου, εφήρμοσε μια πολιτική ισορροπίας μεταξύ της συγκλήτου και των δημοκρατικών, καταργώντας τις μεταρρυθμίσεις του Σύλλα.
Στη διάρκεια των γεγονότων αυτών αναδείχθηκε μια νέα προσωπικότητα στη ρωμαϊκή πολιτική ζωή: η προσωπικότητα του Καίσαρα, του οποίου η πολιτική διάνοια ήξερε να χρησιμοποιεί τις εχθρικές προς τη σύγκλητο δυνάμεις για να μετασχηματίσει τις κρατικές δομές. Το 60 π. Χ. ολοκλήρωσε μια στενά προσωπική συμμαχία με τον Κράσο και τον Πομπήιο (Α΄ Τριανδρία). Ο Καίσαρας πήρε έτσι το αξίωμα του υπάτου (59 π. Χ.) και τη στρατιωτική διοίκηση για 5 χρόνια στη βόρεια Ιταλία και τη Γαλατία, όπου κατάφερε να δημιουργήσει μία πολύ ισχυρή βάση εξουσίας. Ο θάνατος του Κράσου, στη μάχη κατά των Πάρθων (53 π. Χ.), οδήγησε σε κρίση τη συμφωνία.
Οι αναστατώσεις που προκλήθηκαν στη Ρώμη από τον Κλώδιο, έναν αριστοκράτη τυχοδιώκτη, που μάχονταν μαζί με το λαό, ανάγκασαν τη σύγκλητο να αναθέσει την υπεράσπιση της δημοκρατίας στον Πομπήιο και να διατάξει τον Καίσαρα να εγκαταλείψει την στρατιωτική διοίκηση. Ο Καίσαρας χαρακτηρίστηκε λόγω της άρνησής του, εχθρός του κράτους, και κατέβηκε στην Ιταλία με μία λεγεώνα ενώ ο Πομπήιος και η σύγκλητος κατέφυγαν στην Ελλάδα. Νίκήσε τον Πομπηίο στα Φάρσαλα (48 π. Χ.) και μέσα σε λίγα χρόνια (47-45 π. Χ.) διέλυσε τις δυνάμεις του. Ο Καίσαρας ήταν ήδη αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης και επέστρεψε στην πατρίδα. Ονομάστηκε δικτάτορα εφ' όρου ζωής, αν και τυπικά η εξουσία συνέχιζε να υπάρχει. Ο Καίσαρας απέκτησε μια σειρά προνομίων που του επέτρεψαν να ανασχηματίσει ολοκληρωτικά τη διοίκηση του κράτους και την οργάνωση των επαρχιών: στα κατακτημένα εδάφη διανεμήθηκε γη στους παλαίμαχους και ιδρύθηκαν πολλές αποικίες από βετεράνους στρατιώτες του, ενώ στη σύγκλητο μπορούσαν να εκλεγούν και οι προερχόμενοι και από την επαρχία.
Το πέρασμα από τη δημοκρατία στην αυτοκρατορία χαρακτηρίστηκε από τους πολέμους που ξέσπασαν, μετά το θάνατο του Καίσαρα (44 π. Χ.), μεταξύ των δημοκρατικών και των οπαδών του Καίσαρα και στη συνέχεια μεταξύ Αντώνιου και Οκταβιανού. Ο Αντώνιος, από παλιά υπασπιστής του Καίσαρα, αφού νίκησε το Βρούτο και τον Κάσιο στην Ιταλία και τους ανάγκασε να καταφύγουν στην Ανατολή, σύναψε με τον Οκταβιανό, θετό γιο και κληρονόμο του νεκρού δικτάτορα, μια συμμαχία στην οποία συμμετείχε και ο Λέπιδος. Αυτή η β΄ τριανδρία (43 π. Χ.) είχε, σε αντίθεση με την πρώτη, δημόσιο χαρακτήρα και επικυρώθηκε από τη σύγκλητο. Η μάχη των Φιλίππων (42 π. Χ.) στην οποία νίκησαν ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός, σήμανε την οριστική ήττα των δημοκρατικών. Ο Αντώνιος, που εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια και είχε ερωμένη τη βασίλισσα Κλεοπάτρα, μετά από μια νικηφόρα εκστρατεία στην Αρμενία δώρισε στην Κλεοπάτρα τη Συρία. Ο Οκταβιανός, που παρουσιάστηκε ως προστάτης της ενότητας της αυτοκρατορίας, στο όνομα της δημοκρατίας κήρυξε πόλεμο στην Κλεοπάτρα και νίκησε στο Άκτιο (31 π. Χ.) το στόλο των δύο εραστών, που αυτοκτόνησαν.
Ο Οκταβιανός (στον οποίο η σύγκλητος είχε αποδώσει τον τίτλο του Αυγούστου), παρέμεινε ο κύριος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και άρχισε να την αναδιοργανώνει σε μοναρχικές βάσεις. Η εσωτερική του πολιτική είχε κύριο στόχο τη διατήρηση της
κυριαρχίας του ρωμαιο-λατινικού στοιχείου στην αυτοκρατορία και την ενίσχυση της δύναμης της συγκλήτου σε σχέση μ’ αυτήν των άλλων κυβερνητικών οργάνων. Η ασφάλεια των επαρχιών στα σύνορα ήταν εγγυημένη από στρατεύματα που είχαν τοποθετηθεί εκεί και ήταν υπό την άμεση διοίκηση του Αυγούστου. Η ήττα των λεγεωνών του Βάρου από τους Χερούσκους του Αρμίνιο (9 π. Χ.) έπεισε τον αυτοκράτορα να εγκαταλείψει το σχέδιό του να υποδουλώσει τους Γερμανούς και από τότε η αυτοκρατορία όρισε τα σύνορά της στην ανατολική Ευρώπη στον ποταμό Ρήνο.
Με το θάνατο του Αυγούστου, ο θετός γιος του Τιβέριος, αναγνωρίστηκε από τη σύγκλητο ως διάδοχός του, μετά την προηγούμενη υπόδειξη από του ίδιου του Αυγούστου. Παρά τις μεγάλες ικανότητές του ως πολιτικός και διαχειριστής πέρασε στην ιστορία ως τύραννος. Η εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα ακολούθησε την πορεία που είχε ήδη χαράξει ο Αύγουστος: οι εκστρατείες στη Γερμανία πέρα από το Ρήνο και στην Ανατολή είχαν κύριο στόχο τη σταθεροποίηση των συνόρων και δεν ήταν επεκτατικοί πόλεμοι. Όταν πέθανε ο Τιβέριος το 37, τον διαδέχθηκε ο Καλιγούλας, κατά τη βασιλεία του οποίου άρχισαν να αποδίδονται θεϊκές τιμές στη μορφή του αυτοκράτορα.
Ο διάδοχός του Κλαύδιος (41-54) ενίσχυσε τη γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας, προς μεγάλη ωφέλεια των επαρχιών, που ήταν ολοκληρωτικά απροστάτευτες από τις αυθαιρεσίες και τις αρπαγές των εναπομείναντων δημοκρατικών αξιωματούχων. Ο περαιτέρω συγκεντρωτισμός των διοικητικών λειτουργιών αύξησε τη δύναμη της τάξης των απελεύθερων, που παρείχε σχεδόν όλους τους αυτοκρατορικούς λειτουργούς, εις βάρος της συγκλήτου. Κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου ενισχύθηκε ο ρωμαϊκός επεκατισμός, που κορυφώθηκε με την κατάκτηση της Βρετανίας. Με τον Νέρωνα (54-68), του οποίου η βασιλεία, άρχισε με ευοίωνες συνθήκες, έληξε όμως λόγω της εκκεντρικότητας και των εγκλημάτων του αυτοκράτορα και της εξέγερσης των ρωμαϊκών στρατευμάτων με τη δολοφονία του αυτοκράτορα, ενισχύθηκαν οι τάσεις εξελληνισμού και οι ανατολικές επιρροές που ήδη υπήρχαν στη ρωμαϊκή μοναρχία. Ο Βεσπασιανός (69-79), που ήταν ο πρώτος της δυναστείας των Φλαβίων, παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το 79. Η δράση του στόχευε κυρίως στην ανόρθωση της οικονομίας από την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει με τους προηγούμενους αυτοκράτορες. Ο Τίτος, γιος του Βεσπασιανού, βασίλεψε από το 79 έως το 81, όταν πέθανε λόγω ασθένειας. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Δομιτιανός (81-96), ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους
πραιτοριανούς και πολέμησε κατά της αριστοκρατίας της συγκλήτου και πέρασε στην ιστορία, παρά τις μεγάλες του ικανότητες, ως ένας δεύτερος Νέρων.
Όταν δολοφονήθηκε ο Δομιτιανός με μια συνωμοσία, ανέβηκε στο θρόνο ο Νέρβας (96-98), ο οποίος υποδείχτηκε από τους συνωμότες. Μ’ αυτόν αρχίζει η δυναστεία των Αντωνίνων, που έλυσε το πρόβλημα της δυναστικής διαδοχής με το σύστημα της υιοθεσίας. Τον Νέρβα διαδέχθηκε ο Τραϊανός (98-117), ο οποίος εφήρμοσε την επεκτατική πολιτική που δεν είχε ακολουθηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξασφαλίζοντας και τη συνεργασία της συγκλήτου, της οποίας το κύρος προσπάθησε να αποκαταστήσει. Με μια σειρά επιτυχημένων εκστρατειών κατέλαβε τη Δακία, τη βόρεια Αραβία, την Αρμενία και την Ασσυρία. Αυτές οι νέες κτήσεις εγκαταλείφθηκαν από το διάδοχό του Αδριανό (117-138), καθώς η διατήρησή τους προϋπέθετε πολύ σοβαρές θυσίες στον οικονομικό και στρατιωτικό τομέα. Τον Αδριανό διαδέχθηκε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161), που ασχολήθηκε κυρίως με τη σοφή διαχείριση της οικονομίας του κράτους και την εγγύηση την σταθεροποίηση των συνόρων. Μετά απ’ αυτόν βασίλεψε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180), ξεχωριστή μορφή αυτοκράτορα-φιλόσοφου, ο οποίος αναγκάστηκε να παρέμβει εναντίον της εισβολής των Μαρκομάννων και των Κουάδων. Ο γιος του Κόμμοδος (180-192), που λόγω της εκκεντρικότητάς του και του δεσποτισμού του έμοιαζε να ξαναζωντανεύει την εποχή του Νέρωνα, σκοτώθηκε από μια συνωμοσία των πραιτωριανών.
Μετά το θάνατο του Κόμμοδου, άρχισε μια καινούργια εποχή της αυτοκρατορίας, στην οποία ο αυτοκράτορας έγινε απόλυτος μονάρχης
(dominius) και η σύγκλητος δεν είχε πια καμία δύναμη, ενώ ο στρατός ήταν η βάση της πολιτικής εξουσίας. Ταυτόχρονα αναδεικνυόταν η νέα δύναμη που αντιπροσωπευόταν από το χριστιανισμό. Στο 50 ανάγονται οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μιας χριστιανικής κοινότητας στη Ρώμη, αλλά μόλις τον 3ο αιώνα αυτή απέκτησε θέση υπεροχής σε σχέση με άλλες κοινότητες της Ιταλίας και της λατινοποιημένης Αφρικής. Οι μεγάλοι διωγμοί των χριστιανών είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της περιόδου αυτής. Η επιτυχία όμως της νέας θρησκείας και της διείσδυσής της σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανάγκασε τους αυτοκράτορες να λαμβάνουν υπόψιν τη δύναμη που αυτή αντιπροσώπευε. Αυτή τη δύναμη χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος στον αγώνα του για την εξουσία. Στο μεταξύ, αποκτούσε μία δύναμη έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας: οι βάρβαροι.
Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο στον Διοκλητιανό (193-284) 24 αυτοκράτορες ανέλαβαν τη διοίκηση του κράτους, ενώ στη Γαλατία, την Ισπανία και τη Βρετανία δημιουργήθηκε μια αυτόνομη αυτοκρατορία, που επέζησε για 14 χρόνια. Η κυρίαρχη τάξη ήταν και πάλι οι γαιοκτήμονες, που προέρχονταν όχι πια από την αριστοκρατία αλλά από το στρατό. Αυτή η νέα τάξη, στην οποία υπήρχαν οι βάρβαροι σε μεγάλο αριθμό, αποτέλεσε την κοινωνική βάση των αυτοκρατόρων του 3ου-4ου αιώνα, που ήταν κι αυτοί βαρβαρικής καταγωγής. Ο Διοκλητιανός, ένας διοικητής της φρουράς ιλλυρικής καταγωγής, που εκλέχθηκε το 284 στη Νικομήδεια, μετέφερε εδώ την πρωτεύουσά του, επειδή η πόλη είχε το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν πιο κοντά από τη Ρώμη στις απειλούμενες από τους βάρβαρους ζώνες. Το 286 η δυσκολία του αγώνα εναντίον των βαρβάρων τον ανάγκασε να ονομάσει τον Μαξιμιανό αυτοκράτορα στο πλευρό του. Στον Μαξιμιανό ανατέθηκε η προστασία της Δύσης, και αυτός όρισε ως πρωτεύουσα το Μιλάνο. Το 293, η ανάγκη αντιμετώπισης της δύσκολης εσωτερικής και εξωτερικής κατάστασης οδήγησε στην καθιέρωση των δύο βοηθών των αυτοκρατόρων, που πήραν απ’ αυτούς τον τίτλο του Καίσαρα (ενώ οι αυτοκράτορες είχαν τον τίτλο του Αυγούστου): τον Γαλέριο για την Ανατολή και τον Κωνστάντιο το Χλωρό για τη Δύση.
Με τη θέσπιση της τετραρχίας ο Διοκλητιανός είχε σαν στόχο την εξασφάλιση της διαδοχής στον αυτοκρατορικό θρόνο, αποφεύγοντας την αναρχία του 3ου αι. Το 305 ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν, αφήνοντας τη θέση τους στον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο το Χλωρό. Η δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την καθιέρωση των δύο νέων Καισάρων οδήγησε γρήγορα στην κρίση της τετραρχίας. Μετά από μια εποχή εμφυλίων πολέμων, ο Κωνσταντίνος, νικητής του Μαξέντιου στη γέφυρα του Μίλβιο (312), συνένωσε στα χέρια του την αυτοκρατορία. Μία από στις αιτίες της νίκης του ήταν η απόφαση να νομιμοποιήσει το χριστιανισμό με το διάταγμα του Μιλάνου (313). Μεγάλης ιστορικής σημασίας ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο, που επικύρωσε την αναπόφευκτη παρακμή της Ρώμης, μεταφέροντας οριστικά το κέντρο της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (337) ξέσπασε πάλι η μάχη μεταξύ των ανταγωνιστών του θρόνου. Ο νικητής, Κωνστάντιος Β΄ (337-361), όρισε συμβασιλέα του τον Ιουλιανό τον Αποστάτη (361-363), που είχε εκπαιδευτεί με το χριστιανικό τρόπο, αλλά κατακτήθηκε από τον παγανισμό εξαιτίας των φιλοσοφικών μελετών του.
Με την άνοδό του στο θρόνο, όταν πέθανε ο Κωνστάντιος Β΄, ο Ιουλιανός πολέμησε, στο όνομα μιας θρησκείας νεοπλατωνικής μορφής, κατά του χριστιανισμού, άφησε όμως στους υπηκόους του πλήρη ελευθερία λατρείας. Η προσπάθεια επαναφοράς της αυτοκρατορίας στον παγανισμό έληξε με το θάνατό του, στη μάχη εναντίον των Περσών. Οι διάδοχοί του, Βαλεντινιανός Α΄ (364-375) και Βάλης (364-378), αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την εισβολή των Γότθων. Ο Θεοδόσιος, που ονομάστηκε Αύγουστος για την Ανατολή (379-395), προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα των Γότθων συγκεντρώνοντάς τους σε ομοσπονδία στη Μοισία (392). Με το θάνατό του η αυτοκρατορία, που συνενώθηκε για λίγους μήνες στα χέρια του (395), μοιράστηκε εκ νέου στους γιους του Αρκάδιο (στον οποίο έδωσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής) και Ονώριο (επισφαλής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση) και από τότε δεν ανέκτησε την ενότητά της.
Η Ρώμη λεηλατήθηκε το 410 από τους Γότθους με αρχηγό τον Αλάριχο, ενώ οι Βάνδαλοι εισέβαλαν στην Ισπανία και την Αφρική. Το 476 ο Οδόακρος, αφού καθαίρεσε τον τελευταίο αυτοκράτορα της Δύσης, τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, έστειλε το αυτοκρατορικό έμβλημα στην Κωνσταντινούπολη και κυβέρνησε την Ιταλία με τον τίτλο του ρωμαίου πατρικίου που πήρε από τον Αυτοκράτορα της Ανατολής, Ζήνωνα.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια
τομή 2000.
/Κορυφή/
|