Σε
αυτή την ενότητα της σελίδας μας αποφάσισα
να συγκεντρώσω και να σας παρουσιάσω
την ορολογία που χρησιμοποιείται
στους κύκλους των συλλεκτών.
Πιστεύω ότι αυτή η προσπάθεια θα σας
φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη.
Ορολογία
που έχει σχέση με την κατάταξη των
νομισμάτων θα την δείτε στην
επιλογή: "Κατηγορίες
κατάταξης των νομισμάτων".
Ορολογία
που έχει να κάνει με κράματα ή
μέταλλα θα την βρείτε στην ενότητα:
"μέταλλα νομισματοκοπίας".
Η
νομισματική ορολογία έχει ως εξής: |
abrasion, (γδάρσιμο)
Σημάδια ή μικρές γρατσουνιές στην επιφάνεια ενός νομίσματος
από ένα άλλο νόμισμα ή αντικείμενο.
Μπορεί επίσης να προκλήθηκε από το γλίστρημα
του νομίσματος μέσα σε ένα συρτάρι ή από
κάποια θήκη νομισμάτων. Όχι τόσο βαθιά ή
αξιοπρόσεχτα σημάδια. Συνήθως γίνονται στα υψηλά μέρη ενός νομίσματος ή στα ανοικτά πεδία.
accumulation, (συσσώρευση)
Μια ομάδα νομισμάτων, μερικές φορές όχι
απαραίτητα ορισμένου τύπου ή ημερομηνίας.
alloy, (κράμα)
ένα μίγμα δύο ή περισσότερων μετάλλων
που λιώθηκαν και σχημάτισαν μια ένωση.
alteration or altered
date, (τροποποίηση ή
αλλαγή ημερομηνίας)
Ένα νόμισμα που του άλλαξαν την ημερομηνία
αφού, αυτό είχε παραχθεί. Συχνά γίνεται για να
εξαπατηθεί κάποιος. Παραδείγματος χάριν, κάποιος
αλλάζει την ημερομηνία ενός σεντ του 1944-D για να
μοιάζει με ένα σεντ του 1914-D.
annealing
η διαδικασία της θέρμανσης των κενών δίσκων νομισμάτων
(planchlets), σε έναν φούρνο για να μαλακώσει το μέταλλο πριν από το χτύπημα των
παραστάσεων τους.
anvil die
Η
μήτρα που τυπώνει τον οπισθότυπο ενός
νομίσματος.
assay
δοκιμή για να καθορίσουν την αγνότητα του μετάλλου με επιστημονικά μέσα.
.
bag
mark, (σημάδια τσαντών)
Σημάδι που εμφανίζεται σε ένα νόμισμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραγωγής.
Προέρχεται από τα νομίσματα που χτυπούν το ένα στο άλλο όταν
τοποθετούνται στις τσάντες του νομισματοκοπείου. Τα
μεγαλύτερου μεγέθους νομίσματα
αποκτούν χαρακτηριστικά περισσότερα σημάδια από
τα μικρότερα. Ένα νόμισμα μπορεί να χαρακτηρίζεται
σαν " uncirculated", ακόμα κι αν έχει προφανή σημάδια τσαντών.
bar, (ράβδος)
Συνήθως μια "ράβδος" που διαμορφώνεται ως ορθογώνιο.
Μπορεί να είναι από χρυσό, ασήμι, ή οποιοδήποτε πολύτιμο μέταλλο. Οι χρυσές και ασημένιες ράβδοι ποικίλλουν στο μέγεθος από
γραμμάρια μέχρι χιλιάδες
ουγκιές.
Beading
Η
διακόσμηση του νομίσματος, (μαργαρίτες κ.λ.π.),
που σχεδόν εφάπτεται στην περιμετρική
στεφάνη.
bid, (προσφορά)
Η τιμή που ένας έμπορος προσφέρει να πληρώσει για ένα νόμισμα.
bit
Λαϊκό ιδίωμα που χρησιμοποιείται για να δείξει
το ένα όγδοο του δολαρίου. Το
ασημένιο ισπανικό δολάριο ή νόμισμα των 8
reales,
όταν κυκλοφορούσε, λόγω μιας έλλειψης μικρότερων νομισμάτων
συχνά κοβόταν σε κομμάτια που
διαμορφώνονταν όπως οι φέτες της πίτσας. Ένα μικρό κομμάτι
ίσο με ένα όγδοο του δολαρίου κλήθηκε ένα "κομμάτι οκτώ" ή
"bit".
bourse
βλέπε στο "show".
buffing
Η στίλβωση ενός νομίσματος, μερικές φορές με ένα λειαντικό,
στην προσπάθεια να πλαστογραφηθεί η λαμπρότητα
ενός νεοκομμένου νομίσματος.
bullion, (ράβδος)
Ο όρος χρησιμοποιείτε κατά αναφορά για αντικείμενα
φτιαγμένα από πολύτιμο μέταλλο. Ιδιαίτερα ασήμι, χρυσός, και λευκόχρυσος. Η αξία ενός
bullion νομίσματος θα ήταν η "αξία του μετάλλου" που το νόμισμα περιέχει.
business strike
Ένα νόμισμα που παράγεται για γενική χρήση και κυκλοφορία.
bust
Το πορτρέτο σε ένα νόμισμα, συνήθως το κεφάλι ή κεφάλι και ώμοι.
cameo
Ένα νόμισμα (συνήθως
proof) που έχει
ένα καθρεφτίζον background και το σχέδιο του, είναι
"ματ".
cast
coin, (χυτό νόμισμα)
Ένα νόμισμα που έγινε με την έκχυση ή ρίψη του λειωμένου μετάλλου σε μια φόρμα.
certified, (επικυρωμένο)
Ένα νόμισμα που πιστοποιήθηκε ότι είναι γνήσιο από μια υπηρεσία βαθμολόγησης ή πιστοποίησης ταυτότητας νομισμάτων. Μερικές φορές
βαθμολογημένο επίσης. Συχνά ένα επικυρωμένο νόμισμα συνοδεύεται από ένα πιστοποιητικό ή σφραγίζεται σε μια πλαστική
κάψουλα.
chop marks
Σημάδια ή χαρακτήρες που σφραγίζονται
σε νομίσματα. Συνήθως τα συναντάμε σε ασημένια και άλλα νομίσματα πολύτιμων μετάλλων.
Σε νομίσματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για λόγους εμπορικών συναλλαγών ένας δοκιμαστής εξέταζε ένα κομμάτι του νομίσματος για την αγνότητα
του. Εάν είχε την έγκρισή του, σφράγιζε το σημάδι του στο νόμισμα που δείχνει ότι ήταν καθαρό και ακριβές
στο βάρος. Σήμερα μερικοί συλλέκτες ειδικεύονται στα νομίσματα
αυτά. Εντούτοις, σε πολλά νομίσματα, τα chop marks μπορούν να
μειώσουν την αξία τους.
circulation,
(κυκλοφορία)
Τα νομίσματα που χρησιμοποιούνται από
τον κόσμο στο εμπόριο για διάφορες
αγορές. Κυκλοφορημένο νόμισμα, είναι
αυτό που έχει χρησιμοποιηθεί για ένα
χρόνο ή συχνά περισσότερο.
clad,
(επενδυμένο)
Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα νομίσματα που έχουν πυρήνα ενός τύπου μετάλλου και
ένα εξωτερικό στρώμα ενός άλλου μετάλλου ή μετάλλων. Οι αμερικανικές δεκάρες, τα τέταρτα, και τα μισά δολάρια από το 1965 είναι
επενδυμένα νομίσματα. Το επενδυμένο
νόμισμα διαφέρει από το επιμεταλλωμένο δεδομένου ότι το
πρώτο σφραγίζεται μαζί με το στρώμα του μετάλλου
που περιβάλει.
collar
Όταν χτυπιέται ένα νόμισμα, ένα κολάρο από
την πρέσα περιβάλλει την εξωτερική
στεφάνη του νομίσματος αποτρέποντας το μέταλλο
να τραβηχτεί έξω από το κολάρο.
commemorative,
(αναμνηστικό)
Ένα ειδικό νόμισμα ή ένα μετάλλιο που εκδίδεται για να τιμήσει ένα σημαντικό πρόσωπο,
ένα μέρος, ή ένα γεγονός. Τα αναμνηστικά νομίσματα δεν παράγονται για γενική κυκλοφορία.
condition,
( κατάσταση)
Η κατάσταση ενός νομίσματος. Συνήθως δείχνει
τον τυποποιημένο βαθμό φθοράς του.
contact mark
Ένα σημάδι ή σημάδια σε ένα νόμισμα που συνέβη από
την επαφή του με ένα άλλο νόμισμα ή αντικείμενο. Συνήθως τα σημάδια
αυτά είναι μικρά.
copy,
(αντίγραφο)
Αναφέρεται για να περιγράψει την
αντιγραφή νομισμάτων ή
τραπεζογραμματίων, συχνά για παράνομους
σκοπούς.
corrosion,
(διάβρωση)
Χημική αντίδραση στην επιφάνεια ενός νομίσματος. Η διάβρωση μπορεί να προκύψει
για ένα νόμισμα που έρχεται σε επαφή με άλλα πράγματα (ή
χημικές ουσίες), συμπεριλαμβανομένων των χημικών ουσιών στον αέρα.
cud
Όταν ένα νόμισμα χτυπιέται από
μια χαλασμένη μήτρα, στη θέση όπου η
μήτρα είναι χαλασμένη θα παρουσιάσει συχνά
ένα πρόσθετο μέταλλο στην επιφάνεια ενός νομίσματος. Αυτό το πρόσθετο κομμάτι του μετάλλου μπορεί να είναι από ένα κομμάτι
της μήτρας.
Counterfield
(Κίβδηλα) : Ο
όρος χρησιμοποιείτε για τα νομίσματα
που έχουν κοπή από ανεπίσημες πηγές και
που δεν ανταποκρίνονται όπως είναι
φυσικό στις προδιαγραφές που πρέπει.
counterfeit,
(πλαστογραφία)
Ένα νόμισμα ή ένα κομμάτι του νομίσματος που είναι πλαστό ή
αναπαραγόμενο προκειμένου να θεωρηθεί γνήσιο.
countermark,
(επισήμανση)
Η
σφράγιση κυκλοφορούντων νομισμάτων,
συνήθως άλλων χωρών, με αριθμούς και
επίσημη σφραγίδα του κράτους που
καθορίζει και την αξία που θα κυκλοφορήσουν.
counterstamp,
(αντισήμανση)
Η
σφράγιση, φθαρμένων συνήθως, νομισμάτων
με άλλη αξία από αυτή που έχουν, στις
περισσότερες των περιπτώσεων αυτό
γίνεται από επίσημες αρχές.
currency,
(νόμισμα)
Οποιοδήποτε είδος νομισμάτων ή
τραπεζογραμματίων, που χρησιμοποιούνται ως μέσο ανταλλαγής.
damaged,
(βλάβη)
Κάτι που συνέβη σε ένα νόμισμα και προκάλεσε μια ατέλεια. Τα παραδείγματα θα ήταν: τρύπες,
λυγίσματα, σημαντικές εγκοπές, διάβρωση, ακρωτηριασμός.
denomination,
(ονομασία)
Διαφορετικές τιμές των χρημάτων. Παραδείγματος χάριν τα
Ελληνικά νομίσματα έχουν αυτήν την περίοδο
τις εξής ονομασίες: λεπτό και ευρώ.
denticles
Μικρή
προεξοχή όπως η υπερυψωμένη άκρη στην
περιφέρεια ενός νομίσματος. Ιδιαίτερα στα παλαιότερα νομίσματα. Συχνά
βρίσκεται γύρω από το εμπροσθότυπο (obverse) και
τον οπισθότυπο (reverse) του νομίσματος,
ακριβός δίπλα στην άκρη.
Design
Το
κεντρικό μέρος του νομίσματος και των
δύο όψεων, που
είναι ανάγλυφο (Relief).
die
Η χαραγμένη μεταλλική σφραγίδα, (μήτρα), που χρησιμοποιείται για να
σφραγίσει το σχέδιο ενός νομίσματος.
die clash
Ζημία που εμφανίζεται όταν συγκρούονται οι
δύο μήτρες χωρίς να έχουν ενδιάμεσα νόμισμα. Οι
μήτρες μπορούν να χτυπήσουν με τέτοια δύναμη
μεταξύ τους που να αποτυπωθεί τμήμα του σχεδίου
της μίας στην άλλη. Τα παραχθεντα από
τέτοιες μήτρες νομίσματα μπορούν να εμφανίσουν
το σχέδιο της πίσω πλευράς στην εμπρόσθια πλευρά του νομίσματος, μερικά
το αντίθετο, ή και τα δύο.
die defect
Ζημία ή ατέλεια
μιας μήτρας. Τα νομίσματα που παράγονται
από μια τέτοια μήτρα θα αποτυπώσουν το
ίδιο ελάττωμα.
double
die
Ένα νόμισμα που εμφανίζει
διπλούς αριθμούς ή γράμματα.
Προκαλείται από μήτρες που έχουν το ίδιο σχέδιο. Παράδειγμα:
διπλό σεντ του Λίνκολν του 1955.
edge lettering
Τα
γράμματα ή τα σχέδια στην εξωτερική
περιφέρεια ενός νομίσματος.
edge
: Η
εξωτερική
περιφέρεια του νομίσματος η οποία
μπορεί να έχει οδόντωση (Milling) , χαραγμένα γράμματα
(Legend) ή κάποιο
μοτίβο (Arabesque). Στο Legend ή στο Arabesque τα
σχέδια μπορεί να είναι ανάγλυφα ή
εγχάρακτα.

|
Στη
εικόνα αριστερά βλέπετε τους
διάφορους τύπους ασφαλείας που
μπορεί να έχει εξωτερικά η
περιμετρική στεφάνη ενός
νομίσματος.
|
engraver,
(χαράκτης)
Ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί το σχέδιο ενός
νομίσματος ως μοντέλο ή γλυπτό και βάση
του οποίου κατασκευάζονται οι μήτρες.
error,
(
σφάλμα)
Το
σφάλμα που έχει κάποιο νόμισμα προερχόμενο
κατά την παραγωγή του. Οι σύγχρονες διαδικασίες παραγωγής προσπαθούν να κρατήσουν τα νομίσματα
με σφάλματα μακριά από την αγορά.
essay,
(δοκίμιο, δείγμα)
Το νόμισμα που κόβετε
δοκιμαστικά ώστε να εξεταστεί, ή να
ελεγχθεί από την κεντρική τράπεζα, την
εκδίδουσα αρχή ή την κυβέρνηση.
face value
Είναι
η αναγραφόμενη αξία ενός νομίσματος.
filler
Ένα νόμισμα
που χρησιμοποιείτε για "να συμπληρώσει" τη θέση
ενός νομίσματος που λείπει από μια συλλογή, έως ότου
μπορέσει να βρεθεί ή να αγοραστεί ένα νόμισμα
σε καλύτερη κατάσταση αξιολόγησης για να πάρει τη θέση του. Συχνά
ένα νόμισμα αρκετά φθαρμένο ή ένα χαλασμένο νόμισμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για τον λόγο αυτό.
Field,
(Πεδίο)
Το
μέρος του νομίσματος που
περιβάλει το ανάγλυφο και είναι
επίπεδο και δεν χρησιμοποιείται για το σχέδιο ή την επιγραφή.
friction,
(τριβή)
Η
τριβή ενός νομίσματος μπορεί να οδηγήσει σε
φθορά της επιφανείας του. Η τριβή μπορεί να προκληθεί από ένα νόμισμα που γλιστρά μέσα
σε μια θήκη, ή ακόμα και από έναν συλλέκτη που προσπαθεί "να καθαρίσει" το νόμισμα.
frosted proof
Ένα
proof νόμισμα που έχει
ένα καθρεφτίζον background και το σχέδιο του είναι
"ματ".
gouges
Βαριά σημάδια σε ένα νόμισμα από τον ερχομό
του σε επαφή με κάτι.
grade,
(
βαθμός)
Μια εκτίμηση ή μια διευκρίνιση που προσδιορίζει
τον βαθμό φθοράς ενός νομίσματος.
grading standards
Ένα σύνολο κριτηρίων
βάση των οποίων μπορούμε να
αξιολογήσουμε πόση φθορά εμφανίζει ένα νόμισμα.
hairlines
Πολύ ελαφριές γραμμές ή γρατσουνιές στην επιφάνεια ενός νομίσματος.
hammer die
Είναι η μήτρα που τοποθετείται στο πάνω
μέρος τού κενού δίσκου και χτυπιέται.
Στα αρχαία χρόνια αυτό γινόταν με ένα σφυρί.
head,
(κεφαλή)
Το
obverse, ή
ο εμπροσθότυπος των περισσότερων νομισμάτων. Συνήθως με
κάποιο πορτρέτο αλλά όχι πάντα.
incuse,
(εγχάραξη)
Το
τμήμα που περιλαμβάνει το σχέδιο και τη
λεζάντα που είναι εγχάρακτα, στην
επιφάνεια ενός νομίσματος.
ingot
Δείτε
στο "bars"
inscription,
(επιγραφή)
Οι λέξεις που
τυπώνονται σε ένα νόμισμα.
intrinsic
value,
(εσωτερική ή εγγενής
αξία)
Η
αξία του πολύτιμου μετάλλου που
περιέχει ένα νόμισμα. Συχνά αποκαλούμενη
"bullion value"
junk silver
Ασημένια νομίσματα
που έχουν ή είχαν τεθεί σε κυκλοφορία. Συχνά
χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα κοινά αμερικανικά ασημένια νομίσματα που
αποσύρονταν της κυκλοφορίας όταν εξαφανιζόταν το ασήμι. Δεν σημαίνει ότι τα νομίσματα
έχουν κάποια ζημιά.
key date
Μια
σπάνια ημερομηνία που είναι συχνά δύσκολο να
βρεθεί για να ολοκληρωθεί μια συλλογή.
legal tender
Νομίσματα,
χαρτονομίσματα, ή οτιδήποτε άλλο που εκδίδεται από μια κυβέρνηση και που χρησιμοποιείται ως χρήματα. Η αξία
τους είναι η αξία που καθορίζεται από την κυβέρνηση. Μπορεί να είναι
διαφορετική από την εγγενή ή την
συλλεκτική αξία.
legend
Η βασική επιγραφή σε ένα νόμισμα. Παραδείγματος χάριν η φράση "ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"
lettered edge
Η
εξωτερική περίμετρος ενός νομίσματος
που έχει επιγραφή.
Marginal
legend
Η κυκλική φράση που υπάρχει γύρω από το
σχέδιο του νομίσματος.
matte proof
Νομίσματα
" proof " που έχουν κοκκώδη αντί για
καθρεφτίζουσα επιφάνεια.
medal,
(μετάλλιο)
Ένα αντικείμενο φτιαγμένο από μέταλλο που μοιάζει με
νόμισμα. Συχνά τα μετάλλια γίνονται ή δίνονται για να αναγνωρίσουν ένα πρόσωπο, μια θέση, ή μια περίπτωση. Τα μετάλλια δεν έχουν καμία δηλωμένη αξία και δεν προορίζονται να κυκλοφορήσουν ως χρήματα. Μερικές φορές ένα μετάλλιο μπορεί να έχει
εγγενή αξία (bullion value).
medium of
exchange,
(μέσο ανταλλαγής)
Κάτι που γίνεται αποδεκτό από τους ανθρώπους,
έχει μια ορισμένη αξία και χρησιμοποιείται στην ανταλλαγή ή το εμπόριο.
Συνήθως τα νομίσματα και τα
χαρτονομίσματα χρησιμοποιούνται ως μέσα ανταλλαγής, αλλά
μπορεί να είναι και οτιδήποτε άλλο.
mint,
(νομισματοκοπείο)
Το
μέρος όπου τα νομίσματα παράγονται, (κατασκευάζονται).
mint luster
Μια
μοναδική σατινένια λάμψη που συναντάμε
στα ακυκλοφόριτα νομίσματα.
Mint
mark (Σημάδι νομισματοκοπείου)
Είναι το διακριτικό τύπωμα που βάζει το
κάθε νομισματοκοπείο στα νομίσματα που
κόβει. Αυτό μπορεί να είναι γράμμα ή
σχέδιο. Πολλά νομισματοκοπεία δεν
βάζουν διακριτικό τύπωμα. Σε αυτή την
περίπτωση βρίσκουμε το
νομισματοκοπείο από την ημερομηνία
κοπής του νομίσματος ή από διαφορές που
υπάρχουν στις λεπτομέρειες του σχεδίου
του νομίσματος.
mint set
Ένα πλήρες σύνολο νομισμάτων που παράγονται από
ένα νομισματοκοπείο για συλλεκτικούς
σκοπούς. (περιέχει ένα νόμισμα από κάθε
αξία).
mint state
Δείχνει
την κατάσταση ενός νομίσματος, η οποία
είναι σαν να βγήκε μόλις από το
νομισματοκοπείο.
mintage
Ο αριθμός
των παραχθέντων νομισμάτων από ένα
νομισματοκοπείο, (η ποσότητα που κόβεται για
μια συγκεκριμένη χώρα, μια συγκεκριμένη ημερομηνία και
έναν συγκεκριμένο τύπο νομίσματος).
motto,
(απόφθεγμα)
Ένα ρητό
ή μια φράση που βρίσκεται μερικές φορές
πάνω σε ένα νόμισμα. Παράδειγμα: "In God We
Trust".
milled edge
Διαδικασία παραγωγής που παράγει την
εξωτερική
περιφέρεια, (edge), του νομίσματος.
mylar
Ένα υλικό πολυεστέρα που χρησιμοποιείται για
την κατασκευή θηκών αποθήκευσης
νομισμάτων.
numistmatist
Ένας συλλέκτης νομισμάτων. Συχνά
χρησιμοποιείται για να δείξει κάποιον που είναι
"σοβαρός" συλλέκτης νομισμάτων ή κάποιον που
μελετά έναν τομέα της συλλογής νομισμάτων.
oddity,
(ιδιορρυθμία)
Όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο σε ένα νόμισμα, καλείται μερικές φορές
ιδιορρυθμία, (oddity). Μπορεί να είναι ένα "σφάλμα" που
έγινε στο νομισματοκοπείο κατά την
εκτύπωση, ή κάτι που έγινε σε ένα νόμισμα μετά από την κοπή του.
obsolete,
(ξεπερασμένο)
Ένα σχέδιο ή μια σειρά νομισμάτων που δεν παράγονται πλέον.
Obverse
(Εμπροσθότυπος) : Η
εμπρόσθια όψη του νομίσματος. Συνήθως η εμπρόσθια πλευρά ενός νομίσματος έχει το βασικό σχέδιο,
την ημερομηνία και το mintmark, μερικές φορές.
off
center,
(παράκεντρο)
Περιγράφει τον τρόπο που ένα νόμισμα χτυπήθηκε. Εάν το νόμισμα δεν τοποθετήθηκε κατάλληλα
κεντραρισμένο στην μήτρα τότε ένα τμήμα
του σχεδίου θα λείπει από το νόμισμα. Μερικές φορές
σε ένα παράκεντρο νόμισμα φαίνεται
τμήμα του κενού δίσκου όπως είναι πριν
την εκτύπωση.
original roll
Μια ομάδα νομισμάτων που τυλίχτηκαν
σε περιτυλίγμα, (ρολό), κατά την διάρκεια της παραγωγής τους.
Original
strike (Αρχική κοπή)
Ο
όρος χρησιμοποιείτε για ένα νόμισμα
που πρωτοκόβεται σε ένα νομισματοκοπείο
νόμιμα εξουσιοδοτημένο.
over strike
Ένα νόμισμα που αντί
να χτυπηθεί σε ένα κενό δίσκο, χτυπήθηκε τυχαία σε ένα προηγουμένως χτυπημένο νόμισμα.
pattern,
(πρότυπο)
Το
νόμισμα αυτό δεν προορίζετε για
κυκλοφορία. Κόβετε σε πολύ μικρή
ποσότητα ώστε το νομισματοκοπείο και
οι αρχές να μπορούν να αποφασίσουν για
ένα νέο σχέδιο. Το πρωτότυπο δεν
ταυτίζετε με το δοκίμιο το οποίο
προέρχεται από τις πρώτες κοπές ενός
νομίσματος. Συχνά το πρωτότυπο έχει μία
μόνο όψη και μπορεί να αποτελείτε από διαφορετικό μέταλλο,
από αυτό του
κανονικού νομίσματος. Ένα συχνά
χρησιμοποιούμενο μέταλλο είναι το
μπάρτον, ένα κράμα που μοιάζει με χρυσό
και εξασφαλίζει πιο ευκρινείς χαράξεις.
Τα πρωτότυπα είναι περιζήτητα μεταξύ
των συλλεκτών.
planchlet,
(Αχάρακτο
νόμισμα)
Ο
γυμνός μεταλλικός δίσκος,
πάνω στον οποίο θα αποτυπωθούν οι
παραστάσεις και τα γράμματα του
νομίσματος.
precious
metal, (
πολύτιμο μέταλλο)
Μέταλλο αξίας. Χαρακτηριστικά ο χρυσός,
το ασήμι και ο λευκόχρυσος. Εντούτοις, μπορεί να
περιλαμβάνει το παλλάδιο και το ρόδιο.
raw
Νομισματικό ιδίωμα για ένα νόμισμα ή άλλο νομισματικό αντικείμενο που δεν έχει τοποθετηθεί σε κάψα από μια υπηρεσία
βαθμολόγησης.
reeded edge
Η
εξωτερική περιφέρεια ενός νομίσματος που έχει
τυπωμένες μικρές κάθετες γραμμές γύρω
της.
relief
Το
ανάγλυφο τμήμα ενός νομίσματος.
Restrike
(Μεταγενέστερη κοπή)
Ο
όρος χρησιμοποιείτε για ένα νόμισμα
που κόβετε σε ένα νομισματοκοπείο
νόμιμα εξουσιοδοτημένο με την αρχική
μήτρα αλλά σε μεταγενέστερη χρονολογία
με αποτέλεσμα η αναγραφόμενη
ημερομηνία να μην συμπίπτει με την
πραγματική ημερομηνία κοπής.
Reverse
(Οπισθότυπος)
Η οπίσθια όψη του νομίσματος.
riddler
Μια μηχανή που
διαχωρίζει τους λανθασμένου μεγέθους -
ελαττωματικούς κενούς δίσκους (planchlets).
rim,
(εξωτερική στεφάνη)
Τα
άκρα του νομίσματος που συνήθως
προεξέχουν.
roll
Μια ομάδα νομισμάτων
ίδιας αξίας, περιτυλιγμένα σε μια συσκευασία
σε ρολό, με σκοπό να διανεμηθούν σε
τράπεζες, εμπόρους κ.λ.π.
rotation,
(ανατροπή)
Για
να μπορέσουμε να εξετάσουμε ένα νόμισμα
και από τις δύο πλευρές του θα πρέπει να
το ανατρέψουμε. Η ανατροπή γίνεται με
δύο τρόπους: ανατροπή εκ των άνω και
ανατροπή εκ των πλαγίων. Τα δύο αυτά
είδη ανατροπής καθορίζονται από την
φορά στρέψης του νομίσματος.
series,
(σειρά)
Συλλογή νομισμάτων μιας
συγκεκριμένης αναγραφόμενης αξίας, που περιέχει
όλες τις ημερομηνίες και τα σημάδια
νομισματοκοπείων για αυτό το νόμισμα. Παραδείγματος χάριν
όλες οι δραχμές από το 1976 έως το 2000.
show
Ο
όρος χρησιμοποιείται για να παρουσιαστεί ή να εμφανιστεί μια ομάδα νομισμάτων
από εμπόρους, οι οποίοι παρουσιάζουν τον κατάλογό τους σε μια προσπάθεια να πωλήσουν, να αγοράσουν, ή
να συναλλαχτούν με το κοινό ή και με άλλους εμπόρους.
site unseen
Μια προσφορά να αγοραστεί ένα νόμισμα σε μια ορισμένη τιμή χωρίς
την θέα του αντικειμένου. Το νόμισμα θα πρέπει ακόμα να ικανοποιήσει τα κριτήρια βαθμολόγησης από την προοπτική του πλειοδότη.
slab or slabbed
Λέγεται για ένα νόμισμα που έχει τοποθετηθεί σε κάψα από
μια υπηρεσία που βαθμολογεί νομίσματα. Συνήθως, το νόμισμα
βαθμολογημένο και επικυρωμένο τοποθετείται σε
μια ηχητικά σφραγισμένη κάψα.
slab
Όρος
που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει
μια μέθοδο ενθυλάκωσης σε κάψα από
σκληρό πλαστικό, για κάποιο νόμισμα που
έχει βαθμολογηθεί από κάποια υπηρεσία.
slider
Ένας όρος που σημαίνει
ότι ένα νόμισμα "μιμείται" έναν υψηλότερο βαθμό,
(κατάσταση φθοράς), από είναι πραγματικά.
Αυτό συχνά επιτυγχάνεται με κάποια
μέθοδο καθαρισμού.
strike
Μια
διαδικασία εκτύπωσης του σχεδίου σε ένα
κενό νόμισμα, (planchet). Συνήθως
χρησιμοποιούνται οι μήτρες με τα σχέδια
που χαράσσονται σε αυτές .
spotting
or spot
Ένα σημάδι ή σημάδια σε ένα νόμισμα ενός
διαφορετικού χρώματος. Συνήθως, είναι
μια μορφή αμαύρωσης ή λεκιάσματος.
tail
Η αντίστροφη ή πίσω πλευρά ενός
νομίσματος.
Tirage
ή mintage
Η ποσότητα των νομισμάτων που δηλώνει
ένα νομισματοκοπείο επίσημα ότι έκοψε.
token,
(μάρκα)
Κάτι που μοιάζει με ένα νόμισμα, αλλά δεν είναι. Παραδείγματος χάριν,
μάρκες για σημεία στάθμευσης, μάρκες μηχανών παιχνιδιών, και
μάρκες χαρτοπαικτικών λεσχών.
toning,
(
τονισμός)
Σκίαση του χρώματος στα νομίσματα. Ο τονισμός μπορεί να είναι
σκοτεινός, καφετί ή κάποια άλλη απόχρωση. Μπορεί να καλύψει ολόκληρο το νόμισμα ή συχνότερα μέρος του νομίσματος. Ο τονισμός
δημιουργείται όταν έρχεται η επιφάνεια του νομίσματος σε επαφή με τον αέρα και το περιβάλλον που εκτίθεται. Μερικοί
πιστεύουν ότι ο τονισμός κάνει ένα "προστατευτικό" επίστρωμα
πάνω από την επιφάνεια ενός νομίσματος που βοηθά το νόμισμα να αντισταθεί στη διάβρωση.
trial
strike, (Δοκιμαστική κοπή)
Η
κοπή που γίνεται μετά την έγκριση του
νομίσματος από την αρμόδια αρχή, για
τελική έγκριση και κυκλοφορία. Τα
νομίσματα των δοκιμαστικών κοπών
συνήθως έχουν πολύ μικρές διαφορές με τα
νομίσματα που τελικά κυκλοφορούν.
type,
(τύπος)
Νομίσματα που περιέχουν ένα
ίδιο ή παρόμοιο χαρακτηριστικό. Συχνά σε μια συλλογή ή ένα σύνολο τύπων οι ημερομηνίες δεν
έχουν σημασία. Μάλλον ο συλλέκτης ενδιαφέρεται για τη λήψη ενός από κάθε αντιπροσωπευτικό σχέδιο. Παραδείγματος χάριν ένας συλλέκτης μπορεί να θελήσει
έναν από κάθε "τύπο" νομίσματος που είναι στην
Ελληνική κυκλοφορία σήμερα. Ένα τέτοιο σύνολο τύπων θα αποτελούταν από ένα
1, 2, 5, 10, 20, 50 λεπτά και 1 , 2 ευρώ. Ένας συλλέκτης μπορεί να αποφασίσει να συλλέξει
ένα συγκεκριμένο μέγεθος νομίσματος, κ.λ.π.
type set
Συλλογή νομισμάτων μιας
αναγραφόμενης αξίας. Παραδείγματος χάριν, ένα σύνολο τύπων
αμερικανικών τετάρτων, θα αποτελούταν από ένα από κάθε σχέδιο του τετάρτου που
το νομισματοκοπείο έχει κόψει.
uncirculated
Ένα νέο νόμισμα που δεν έχει οποιοδήποτε σημάδι
φθοράς.
upsetting mill
Μηχανή που χρησιμοποιείται στην παραγωγή νομισμάτων για να
υψώσει το χείλος της περιμετρικής
στεφάνης και στις δύο πλευρές ενός κενού
δίσκου, (planchet).
vest pocket dealer
Όρος που σημαίνει έναν μερικής απασχόλησης έμπορο νομισμάτων. Κάποιος που
"κουβαλάει" νομίσματα που πωλούνται
- κάνει εμπόριο από τις " τσέπες του".
varieties
Δευτερεύουσες διαφορές στο σχέδιο ενός νομίσματος.
Για παράδειγμα, σεντ του Λίνκολν του 1955 έχει μια ποικιλία "διπλών
μητρών", "double die".
whizzed
Ένα νόμισμα
που στιλβώθηκε ή γυαλίστηκε για να του δοθεί η εμφάνιση της λαμπρότητας
ενός νέου νομίσματος. Συχνά γίνεται σε ένα νόμισμα
κάποιου βαθμού φθοράς για να πωληθεί σαν
λιγότερο φθαρμένο από ότι είναι πραγματικά. Μερικές φορές
αυτό επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση μιας λεπτής
βούρτσας σε ένα τρυπάνι υψηλής ταχύτητας.
year set
Συλλογή νομισμάτων που εκδόθηκε από μια χώρα για ένα δεδομένο έτος.
/Κορυφή/
|