|| Βυζαντινά Νομίσματα ||  ::Αρχική σελίδα:: 
 

 

Εισαγωγή

 

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει το 330 μ.χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα παράλια του Βοσπόρου και θεμελιώνει την πόλη που πήρε και το όνομα του την Κωνσταντινούπολη. Το 395 μ.χ. ο Θεοδόσιος Β' ανακηρύσσει σαν επίσημη θρησκεία του κράτους τον Χριστιανισμό. Η Βυζαντινή νομισματοκοπία θεωρούμε ότι αρχίζει με τον θάνατο του Θεοδοσίου Β'.

Πόσο σημαντικό ήταν το Βυζαντινό νόμισμα? Το βλέπουμε από τα αποσπάσματα πού ακολουθούν και είναι από το έργο του  γεωγράφου μοναχού και πρώην εμπόρου Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, πρώτο μισό του 6ου αιώνα :

"Ο ηγεμόνας της Κεϋλάνης δέχτηκε σε ακρόαση ένα Βυζαντινό έμπορο, το Σώπατρο και μερικούς Πέρσες. Τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε πώς είναι οι υποθέσεις τους και ποιος από τους ηγεμόνες τους είναι ο πλέον ξακουστός και ισχυρός, ο Ιουστινιανός ή ο Χοσρόης; Ο γεροντότερος από τους Πέρσες απάντησε: 'Ο δικός μας είναι ο πιο ξακουστός και πλούσιος. Είναι ο ηγεμόνας των ηγεμόνων και έχει τη δύναμη να κινεί ό,τι επιθυμεί'. Τότε ο ηγεμόνας ρώτησε το Σώπατρο, 'εσύ τι έχεις να πεις γι' αυτό'; Και ο Σώπατρος απάντησε: 'Αν η μεγαλειότητά σου επιθυμεί να μάθει την αλήθεια, εξέτασε και τους δύο βασιλιάδες μας που είναι εδώ μπροστά σου. Έτσι θα καταλάβεις ποιος είναι στ' αλήθεια ο σπουδαιότερος και ισχυρότερος'. 'Αλλά πως είναι δυνατόν να έχω τους βασιλιάδες εδώ'; ρώτησε ο ηγεμόνας. Και ο Σώπατρος απάντησε: ' Έχεις μπροστά σου τα νομίσματα και των δύο. Εδώ το νόμισμα του ηγεμόνα μου και εκεί του δικού τους. Εξέτασε προσεκτικά τις μορφές τους και θα καταλάβεις την αλήθεια'. Ο ηγεμόνας αφού τα εξέτασε με προσοχή κατάλαβε πως αναμφίβολα οι Βυζαντινοί πρέπει να ήταν σπουδαίος, αποφασιστικός και πανέξυπνος λαός και διέταξε να γίνουν μεγάλες τιμές στον Σώπατρο. Τον ανέβασαν σ' έναν ελέφαντα και τον περιέφεραν στην πόλη υπό τον θριαμβευτικό ήχο τύμπανων. 

Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου του ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης λέγει :

«Ετερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ' άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο». Το βυζαντινό νόμισμα περιγράφεται δηλαδή ως θείο δώρο και χαρακτηρίζεται ως διεθνής νομισματική μονάδα, κατάλληλη για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών.

Τα νομίσματα είναι η οπτική καταγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι μία λιγότερο περιγραφική μορφή απ' ό,τι η λογοτεχνία ή η ιστορία που προκύπτει μετά από πολύ προσεκτική ανάλυση. Τα νομίσματα δεν έχουν ελαττωματική μνήμη ούτε και συγχέουν το ένα πρόσωπο με το άλλο. Μας δίνουν τις ίδιες πληροφορίες που έδιναν και σε κάποιον που ζούσε την εποχή της έκδοσής τους. Αν υπάρχει ένα νόμισμα το οποίο να αποτελεί πιστό μάρτυρα της κοσμοθεωρίας της εποχής που αντιπροσωπεύει, αυτό είναι του Βυζαντίου. Αυτή η μαρτυρία δεν είναι συμπτωματική αλλά ηθελημένη, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η κεντρική εξουσία αποτύπωνε μηνύματα προς τους υπηκόους της αλλά και τους άλλους λαούς που το χρησιμοποιούσαν ως διεθνή μονάδα συναλλαγών για αιώνες. Στα Βυζαντινά νομίσματα  δε βρίσκουμε την υψηλή αισθητική απόλαυση μικρών έργων τέχνης όπως συμβαίνει με τα αρχαιότερά τους Ελληνικά. Ούτε και μπορούν να συγκριθούν καλλιτεχνικά με αυτά της Ελληνιστικής εποχής τα οποία κοσμούνται με τα υπέροχα πορτραίτα των Επιγόνων, παράδοση προσωπογραφίας που βρήκε τη συνέχειά της στην Ρωμαϊκή τέχνη και νομισματική με τα αυστηρά, πιστά αλλά και κάπως ψυχρά πορτραίτα των Ρωμαίων Καισάρων.  Η γοητεία των Βυζαντινών εντοπίζεται στη μελέτη των λεπτομερειών τους, το συμβολισμό ο οποίος εκφράζεται μέσω αυτών και στην απόλυτη σύνδεσή τους με την μακρόχρονη ιστορία του μεσαιωνικού Ελληνικού κόσμου. 

Το κύρος του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, του σόλιδου, αλλά και των άλλων υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές.

Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις διεθνείς συναλλαγές θα σηματοδοτείται και θ’ αποδοθεί από τη ρίζα της λέξης «βυζαντινόν». Aπό τις σταυροφορίες μάλιστα και μετά, «besant» θ’ αποκαλείται κάθε χρυσό νόμισμα. Aκόμη και τ’ αραβικά (besant sarrasin). O όρος θα εδραιωθεί από τους Iταλούς εμπόρους και θα ενισχυθεί σε μια δεύτερη φάση από τη δική τους εμπορική και νομισματική φερεγγυότητα.

Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι λατινικές απομιμήσεις, τα χάλκινα δηλαδή νομίσματα, τα οποία κόπηκαν από τους λατίνους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης (1204-1261) σε απομίμηση των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων του 12ου αιώνα. Η έκδοσή τους καθιερώθηκε για πρακτικούς λόγους και απέβλεπε, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, στη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών σε μια περιοχή που είχε κατακλυστεί από αλλοδαπούς επιχειρηματίες, στα όρια της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 

Η Οικονομική δύναμη της αυτοκρατορίας, ο σόλιδος, ως διεθνές νόμισμα συναλλαγών έφτασε σε μέρη πολύ μακρινά από την Κωνσταντινούπολη. Μέσω των εμπορικών δρόμων θησαυριζόταν στην Σκανδιναβία όπως και σε όλες τις ηγεμονίες της άναρχης δυτικής Ευρώπης που για αιώνες ξέπεσε στο σκοτάδι μετά την Ρωμαϊκή κυριαρχία αλλά και στη βόρεια Αφρική και σε όλη την εγγύς Ανατολή. Μια πτυχή που είναι ελάχιστα γνωστή είναι η αλλεπάλληλες προσπάθειες που καταβλήθηκαν με την αποστολή πρεσβειών μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Για την επιτυχή Βυζαντινο-Κινεζική επικοινωνία εύγλωττη μαρτυρία αποτελούν οι σόλιδοι που βρέθηκαν στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες. 

Το γεγονός ότι τα Βυζαντινά νομίσματα έρχονται δεύτερα στον αριθμό, μετά τα Σασσανιδικά, μεταξύ των ξένων νομισμάτων αποδεικνύει ως ένα βαθμό τη σπουδαιότητα της εμπορικής σχέσης της Κωνσταντινούπολης με την Κίνα. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί 32 νομίσματα και απομιμήσεις Βυζαντινής έμπνευσης. Εδαφικά τα νομίσματα βρέθηκαν αποκλειστικά στην βόρεια Κίνα στις επαρχίες Xinjiang, Iner Mongolia, Ningxia, Ganςu, Σhenxi, Hebei ενώ κανένα δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής στην νότια Κίνα κάτω από τον ποταμό Yangtze, όλα δε χρονολογικά ανήκουν στην περίοδο από τον Θεοδόσιο ΙΙ (408-450) έως και τον Κωνσταντίνο Ε' (741-775), δηλαδή από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα ως το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα. Τα περισσότερα από αυτά κυκλοφορούσαν και θάφτηκαν την ίδια περίοδο. Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονται σε συμφωνία με τις ανταλλαγές ανάμεσα στην κεντρική Ασία και την Κίνα από τη μια μεριά και την Δύση από την άλλη. Η ροή των νομισμάτων θα πρέπει να έγινε από τον μεσαίο δρόμο του Μεταξιού μέσω Περσίας λαμβάνοντας υπόψη την σημασία αυτής της διαδρομής στο εμπόριο. Έτσι φαίνεται πως τα βυζαντινά νομίσματα προωθούνταν κυρίως μέσω Περσών και Σογδιανών εμπόρων. 

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς τα νομίσματα της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να εισρέουν στην Κίνα, τα Κινεζικά χρονικά μας πληροφορούν πως στις αρχές της δυναστείας των βόρειων Zhou (557-580 μ.Χ.) κυκλοφορούσαν χρυσά και αργυρά νομίσματα που ήταν ανεκτά από την τοπική κυβέρνηση. Έχει εξακριβωθεί πως τα χρυσά ήταν Βυζαντινά και τα αργυρά Σασσανιδικά. Υπάρχει το ερώτημα της πλήρους απουσίας, ως σήμερα, νομισμάτων στη νότια Κίνα, πιθανώς όμως επειδή το εμπόριο στα νότια ήταν στα χέρια Μαλαίων και Ινδονήσιων η ροή μπορούσε να παραμείνει μόνο στο βορά. Εκτός αυτού η κυκλοφορία των σόλιδων παρέμενε μεταξύ των πλούσιων και των αριστοκρατών των κρατιδίων του δρόμου του Μεταξιού όπως και των βασιλείων της βόρειας Κίνας δεδομένου πως των Βυζαντινών στέλνονταν μέσω του χερσαίου δρόμου και οι επαφές γίνονταν στο επίπεδο των υψηλών αξιωματούχων κατά μήκος της διαδρομής.

Ο χρυσός σόλιδος ονομάστηκε από ορισμένους ιστορικούς "δολάριο του Mεσαίωνα" και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Bυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Aπό την καθιέρωσή του επί M. Kωνσταντίνου μέχρι τον 11o - 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη. Oπως κάθε ισχυρό νόμισμα, που παίζει τον ρόλο του, κυριάρχησε στις εσωτερικές και εξωτερικές αγορές, προσδίδοντας στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία απεριόριστη ισχύ και πλούτο.

Η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο άνοιξε καινούργιο κεφάλαιο ­ ουσιαστικά τον επίλογο ­ στην ιστορία της βυζαντινής νομισματικής. Η περίοδος ως το 1453 γνώρισε αρκετές αναπροσαρμογές οικονομικής και νομισματικής φύσεως, οι οποίες προήλθαν από τον συνδυασμό πολλών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Η σταδιακή εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η γεωγραφική ασυνέχεια των διάφορων περιοχών της, η περίπλοκη πολιτική και δυναστική ιστορία της περιόδου που περιστρεφόταν μηχανικά και αδέξια γύρω από μια συνεχή προσπάθεια ανάκτησης της παλιάς εδαφικής επικράτειας, ο πλουραλισμός της νομισματικής κυκλοφορίας κυρίως στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο, η έντονη διείσδυση δυτικού χρήματος και η οριστική μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας σε δυτικά χέρια είναι μερικά από τα στοιχεία που προκάλεσαν αυτές τις ανακατατάξεις και τα οποία οδήγησαν σταδιακά στην παρακμή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος.

/Κορυφή/     


Copyright © 2000  [by John Baibakis]. All rights reserved.