Η
επιγραφές των βυζαντινών νομισμάτων
είναι συνήθως αναφορές στο όνομα του
αυτοκράτορα ή επικλήσεις στον ίδιο ή σε
αγιολατρικά πρόσωπα. Η γλώσσα είναι η
Λατινική η
οποία με τον καιρό αντικαθιστάτε από την
Ελληνική. Οι πρώτες Ελληνικές
επιγραφές εμφανίζονται σε φολλείς του
Κωνσταντίνου Β'. Η Λατινική επιγραφή
χρονολόγησης (ΑΝΝΟ και ακολουθούν τα
γράμματα του έτους), καταργείτε από τον
Θεόφιλο. Στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού
οι επιγραφές είναι πλέων καθαρά
Ελληνικές. Ας δούμε περισσότερα για τι
θέμα όπως μας τα παρουσιάζει ο Clifton R. Fox,
καθηγητής ιστορίας, μέσα από άρθρο του.
Οι
Αυτοκράτορες των Ρωμαίων φρόντιζαν να τονίζουν τη συνέχεια και ενότητα της
εξουσίας τους στην Κωνσταντινούπολη με τη παράδοση της Πρεσβυτέρας Ρώμης πριν
τον Κωνσταντίνο τον 1ο. Για παράδειγμα, τα νομίσματα συνέχιζαν να
φέρουν επιγραφές στα Λατινικά αιώνες μετά που οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη
ούτε μιλούσαν ούτε έγραφαν πλέον αυτή τη γλώσσα. Ας παρατηρήσουμε επιγραφές
νομισμάτων από διαφορετικές αυτοκρατορικές περιόδους. Για σημείο αναφοράς ας
πάρουμε τα νομίσματα του τελευταίου αυτοκράτορα που βασίλευσε για πολλά χρόνια
στην Ιταλία, του Βαλεντινιανού του 3ου (425-455). Μια τυπική επιγραφή
σε ένα από τα νομίσματα του Βαλεντινιανού είναι κάπως έτσι:
Αναπτύσσοντας τις συντμήσεις διαβάζουμε:
"Dominus Noster Placidius
Valentinianus Pius Felix Augustus" (Ο Κύριος μας Πλακίδας [Ειρηναίος]
Βαλεντινιανός ο Ευσεβής και Μακάριος Αύγουστος [Σεβαστός]). Ας συγκρίνουμε την
επιγραφή του Βαλεντινιανού με τις επιγραφές μεταγενέστερων Ρωμαϊκών νομισμάτων.
Αρχίζουμε με την επιγραφή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του 1ου
(527-565), ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια ανάκτησης των χαμένων
δυτικών επαρχιών, με περιορισμένη επιτυχία:
Υπάρχουν δύο μικρές αλλαγές μεταξύ του Βαλεντινιανού και του
Ιουστινιανού. Πρώτον, το "Pius Felix" έχει αντικατασταθεί με το
"Perpetuus"
(Αιώνιος). Ο Αυτοκράτορας Λέων ο 1ος (457-474) διέταξε αυτή την
αλλαγή. Θεώρησε ότι η φράση "Pius Felix" είχε πολύ μεγάλη σχέση με το
ειδωλολατρικό παρελθόν για να είναι αποδεκτή στη νέα Χριστιανική Αυτοκρατορία.
’λλη διαφορά ήταν το ότι το "Αύγουστος" συμβολίζεται με τη συντομογραφία
"AVC"
αντί της "AUG". Αυτή η μικρή διαφορά δείχνει την επίδραση της Ελληνικής γλώσσας.
Στα Ελληνικά, ο ήχος του "g" εκφράζεται με το γράμμα "γάμμα" (Γ) το οποίο είναι
το τρίτο του Ελληνικού αλφαβήτου, ισοδύναμου με το Λατινικό
"C". Παρά τις μικρές
αυτές αλλαγές, οι επιγραφές του Ιουστινιανού διατηρούν τη συνέχεια με το
Ρωμανικό παρελθόν. Τα Λατινικά παραμένουν εν χρήσει. Ο αυτοκράτορας παραμένει
"Dominus Noster" και "Augustus". Έναν αιώνα μετά τον Ιουστινιανό τον
1ο, οι τίτλοι αυτοί ακόμη παρέμεναν εν χρήσει. Η τυπική επιγραφή του
Κώνστα του 2ου (641-668) ήταν :
Να
σημειωθεί ότι τα Ελληνικά γράμματα "δέλτα" και "ταύ" μπήκαν στην επιγραφή. Το
αμφιλεγόμενο "γάμμα" χάθηκε από τη συντομογραφία του
"Augustus". Παρ όλα αυτά,
ο Λατινικός τίτλος παραμένει. Η ρωμανική μορφή παραμένει και είναι ακόμη
σεβαστή.
Το
πέρασμα σε πιο ελληνότροπο στυλ επιγραφών μετά το 700 μπορεί να έχει σχέση με
την αλλαγή της δυναστείας. Η οικογένεια του Ηράκλειου (610-641) καταγόταν από τη
λατινόφωνη Βόρεια Αφρική. Οι διάδοχοι του Ηράκλειου, συμπεριλαμβανομένου και του
Κώνστα του 2ου, άργησαν πιθανώς να εγκαταλείψουν τους Λατινικούς
τίτλους εν μέρει, τιμής ένεκεν στην οικογενειακή τους κληρονομιά. Η Λατινικότητα
της οικογένειας του Ηράκλειου δεν περιορίστηκε στις μορφές και τους τίτλους. Ο
Κώνστας ο 2ος είχε αποφασίσει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της
Αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες της Σικελίας. Αν και οι
Συρακούσες ήταν Ελληνική πόλη όσο και η Κωνσταντινούπολη, γνωστή από την
αρχαιότητα, η μεταφορά της πρωτεύουσας δυτικά από την Κωνσταντινούπολη στις
Συρακούσες θα έστρεφε την Αυτοκρατορία σε νέα κατεύθυνση, σε μια κατεύθυνση
βασικά λιγότερο Ελληνική. Ο Κώνστας ο 2ος πέθανε πρόωρα, και δεν
ολοκλήρωσε το σχέδιο του. Δολοφονήθηκε στις Συρακούσες, πιθανώς από κάποιους που
αντιδρούσαν στα σχέδια του για τη μεταφορά της πρωτεύουσας. Παρά τον χαμό του
Κώνστα, η οικογένεια του Ηράκλειου παρέμεινε στην εξουσία στην Κωνσταντινούπολη
για δύο γενιές ακόμη. Το τέλος της εποχής του Ηράκλειου σήμανε περαιτέρω αλλαγή
στον προσανατολισμό της Αυτοκρατορίας προς τον Ελληνικό κόσμο. Η επόμενη
βασιλική οικογένεια, η δυναστεία των Ισαύρων (717-802) ήταν εξ αρχής ελληνόφωνη.
Κατά τη διάρκεια του όγδοου αιώνα, το "Dominus
Noster" εξαφανίστηκε από τα
αυτοκρατορικά νομίσματα. Την ίδια εποχή χάθηκαν και οι λέξεις
"Perpetvus Augustus", και αντικαταστάθηκαν από το Ελληνικό "Βασιλεύς".
Η
λέξη "Βασιλεύς" είχε τη δικιά της ιστορία. Στην κλασική αρχαιότητα το "Βασιλεύς"
σήμαινε τον βασιλιά, ταυτόσημο με το Λατινικό "
Rex" . Από τον καιρό του
αυτοκράτορα Αυγούστου (πεθ. 14 π.Χ.), οι Έλληνες αποκαλούσαν τον Ρωμαίο
Αυτοκράτορα με το όνομα "Βασιλεύς". Βέβαια στη Λατινική γλώσσα ποτέ δεν
ονομάστηκε ο Αυτοκράτορας " Rex" , το οποίο θα ήταν προσβλητικό για τις
δημοκρατικές ευαισθησίες των Ρωμαίων, ο Αυτοκράτορας ήταν, στη θεωρία, αρχηγός
της δημοκρατικής κυβέρνησης. Παρά τη Ρωμαϊκή δημοκρατικότητα, ο όρος "Βασιλεύς"
έγινε ο τύπος μεταξύ των ελληνόφωνων Ρωμαίων που περιγράφει τον Αυτοκράτορα. Δεν
υπήρχε τρόπος να μεταφραστούν στα Ελληνικά οι τίτλοι
"Imperator" ή "Augustus"
και να μην ακούγονται επιτηδευμένοι ή γελοίοι. Η λέξη "Αυτοκράτωρ" φτιάχτηκε για
να αποδώσει το " Imperator", "Σεβαστός" μεταφράστηκε το
"Augustus", αλλά ποτέ το
"Αυτοκράτωρ" ή το "Σεβαστός" δεν έγιναν δημοφιλή. Αντίθετα επικράτησε "Βασιλεύς"
να σημαίνει "Emperor" αντί "Rex". Οι Ρωμαίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το
Λατινικό "Rex" εννοώντας "Βασιλιάς" αναφερόμενοι σε μη Ρωμαίους άρχοντες
υποβαθμίζοντας τους ως προς τον δικό τους Αυτοκράτορα. Η νέα χρήση του
"Βασιλεύς" επικράτησε πολύ αργότερα. Τον έβδομο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος
χρησιμοποίησε το "Βασιλεύς" ως τον επίσημο τίτλο του στα ελληνόγλωσσα έγγραφα,
αλλά η λέξη αντικατέστησε το "Augustus" στα νομίσματα της εποχής των Ισαύρων
(717-802).
Ώθηση στην υιοθέτηση του νέου τίτλου δόθηκε από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη
(797-802). Ήταν η σύζυγος του Αυτοκράτορα Λέοντα Δ' (775-780). Μετά το θάνατο
του Λέοντα, η Ειρήνη ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλεύς του γιού τους
Κωνσταντίνου ΣΤ' που ήταν νήπιο. Το 797 η Ειρήνη εκθρόνισε και τύφλωσε το γιό
της για να αποτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από αυτόν μόλις ενηλικιωνόταν. Η
Ειρήνη αυτοανακηρύχθηκε μόνος ηγεμόνας, ισχυρισμός εντελώς πρωτόγνωρος για
γυναίκα στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Η Ειρήνη αντιμετώπισε προβλήματα
γραφειοκρατικής φύσεως στην προώθηση του νεόκοπου ισχυρισμού της, διότι ο
Αυτοκρατορικός τίτλος "Αugustus" ήταν, βεβαίως, αρσενικού γένους. Δεν θα
μπορούσε να αποκαλείται "Augustus" χωρίς να ακούγεται γελοίο. Η θηλυκή μορφή του
"Augustus", η "Augusta" θα μπορούσε να παίξει τον απαιτούμενο ρόλο, αλλά στο
παρελθόν η λέξη σήμαινε τη σύζυγο του Αυτοκράτορα ή άλλη σημαντική συγγενή του,
και όχι το νόμιμο ηγεμόνα. Η χρήση της λέξης "Αugusta" για τον προσδιορισμό των
γυναικείων μελών της Αυτοκρατορικής οικογένειας χρονολογείται από τα πρώτα
χρόνια της Αυτοκρατορίας. Η χήρα του Αυτοκράτορα Αυγούστου, η Λίβια, δέχθηκε το
όνομα "Julia Augusta" από τη Γερουσία το 14 μ.Χ.. Σε όλη τη διάρκεια των οκτώ
αιώνων, η λέξη "Augusta" ούτε καν υπαινικτικά δεν σήμαινε μια ηγεμόνα από μόνη
της: η ύπαρξη "Αυγούστας" συνεπαγόταν και την ύπαρξη ενός "Αυγούστου". Η Ειρήνη
δεν επιθυμούσε να υπενθυμίζει στους Ρωμαίους το γιο της Κωνσταντίνο. έτσι, οι
επιγραφές της Ειρήνης πάντα απέφευγαν τη λέξη
"Augusta". Αντί γι' αυτό, η Ειρήνη
επέλεξε να ονομάζεται με τη θηλυκή μορφή του "Βασιλεύς", η οποία είχε
χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από Βασίλισσες που κυβερνούσαν καθώς και από
συζύγους και μητέρες των Βασιλέων. Η πλήρης μορφή της επιγραφής ήταν:
Προσέξτε την ανάμιξη λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων.
Στα
κέρματα, στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανιζόταν η συντετμημένη μορφή.
Συνταρακτικό γεγονός στη βασιλεία της Ειρήνης ήταν η στέψη στην Παλαιά Ρώμη του
Φράγκου Βασιλιά Καρλομάγνου [Carolus Rex Francorum] ως Αυτοκράτορα το 800.
Πολλές αρχές στο λατινόφωνο κόσμο συνέχιζαν να αναγνωρίζουν τους Αυτοκράτορες
της Κωνσταντινούπολης ως τους νόμιμους Ρωμαίους Αυτοκράτορες μέχρι που η Ειρήνη
εκθρόνισε το γιό της το 797. Στα μάτια της Λατινικής Δύσης, ο θρόνος έμεινε
κενός μετά την αποπομπή του Κωνσταντίνου ΣΤ'. Για τρεις λόγους υπήρχε αντίδραση
προς την Ειρήνη: ήταν γυναίκα, είχε προβεί στην αποτρόπαιη πράξη της τύφλωσης
του γιού της και έμενε πιστή στις Ανατολικές θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες
απέρριπτε η Δύση. Αν και ο Καρλομάγνος, ένας Γερμανός φύλαρχος [είναι
προτιμότερο να τον σκεφτόμαστε ως Καρλ, αντί για το Γαλλοποιημένο Καρλομάγνος),
δεν ήταν Ρωμαίος, είχε φέρει την ενότητα σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. Γιατί να
μην ήταν αυτός, αντί για μια Ελληνίδα γυναίκα
(Graeca), Αυτοκράτορας; έτσι
σκέφτηκε ο Πάπας και έθεσε το Αυτοκρατορικό στέμμα στην κεφαλή του Καρλομάγνου
τα Χριστούγεννα του 800. Μετά τη στέψη του, ο Καρλομάγνος αποκαλούσε τον εαυτό
του "Carolus Augustus Imperator Romanorum gubernans Imperium" (Κάρολος Αύγουστος
Αυτοκράτωρ κυβερνήτης της Επικράτειας των Ρωμαίων). Οι αρχές της
Κωνσταντινούπολης δεν επιθυμούσαν να αναγνωρίσουν τις απαιτήσεις του νεόκοπου
Φράγκου στη Δύση, αν και η πολιτική πραγματικότητα υποχρέωσε σε συμβιβασμό τον
Αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' (811-813). Ο απεσταλμένος του Μιχαήλ από την
Κωνσταντινούπολη χαιρέτησε τον Καρλομάγνο στην αυλή του στο ’αχεν ως "Βασιλέα"
και οι Δυτικοί το μετέφρασαν με ικανοποίηση ως Αυτοκράτωρ. Φυσικά οι Ελληνόφωνοι
μπορούσαν να ανεχθούν την ασάφεια της λέξης "Βασιλεύς". Πίσω στην
Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ άρχισε να αποκαλείται (σε σύντμηση):
(Μιχαήλ, Ρωμαίος Αυτοκράτωρ). Προσέξτε το ελληνικό "ύψιλον"
(U), "χι" (C), και "ήτα" (H). Στα κέρματα η συνηθισμένη μορφή ήταν:
Πριν από αυτή την αλλαγή, κανείς Ρωμαίος Αυτοκράτορας δεν είχε
χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη "Ρωμαίος" στον επίσημο τίτλο του: ο Αυτοκράτωρ ήταν
απλώς ο "Imperator Caesar Augustus". Οι διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη σύντομα
θα ισχυρίζονταν ότι "Βασιλεύς" και "Βασιλεύς Ρωμαίων" ήταν δυο διαφορετικά
πράγματα. Κατ' αυτή την άποψη, το "Βασιλεύς Ρωμαίων" ήταν ένας ανώτερος και
μοναδικός τίτλος αποκλειστικά για τον ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με
αυτή την έξυπνη θεωρία, ο Μιχαήλ δεν είχε παραχωρήσει στον Καρλομάγνο τίποτα
πέρα από ένα βασιλικό τίτλο, "Βασιλεύς" με την έννοια του βασιλιά
("King"),
ισοδύναμο του λατινικού "Rex". Γι' αυτό άλλωστε και "Βυζαντινός" σημαίνει
διπρόσωπος. Οι Δυτικοί Αυτοκράτορες άρχισαν να αυτοαποκαλούνται συστηματικά
"Imperator Romanorum" (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) αμφισβητώντας άμεσα το "Βασιλεύς
Ρωμαίων" της Κωνσταντινούπολης μόλις από την εποχή του Αυτοκράτορα Όθωνα Γ'
(983-1002). Ο Όθων προχώρησε σ' αυτή την ενέργεια με την παρακίνηση της μητέρας
του της Θεοφανούς, μιας πριγκίπισσας από την Κωνσταντινούπολη που καταλάβαινε τη
λεπτομέρεια του προβλήματος. Ο "Βασιλεύς Ρωμαίων" της εποχής, ο Βασίλειος Β'
(976-1025) δεν ήταν συγγενής της Θεοφανούς και αυτή επιθυμούσε να εξυψώσει το
γιο της πάνω από τους ανταγωνιστές στην Κωνσταντινούπολη με το να αποκαλεί τον
Όθωνα "Imperator Romanorum" (Αυτοκράτορα Ρωμαίων). Βεβαίως, οι καλά
πληροφορημένοι μεταξύ των Δυτικών γνώριζαν ήδη ότι ο καλύτερος τρόπος για να
προσβάλλουν την αυθεντία της Κωνσταντινούπολης, εάν αυτός ήταν ο σκοπός τους,
ήταν να αρνούνται την ρωμαϊκή της ταυτότητα. Ονομάστε τους
"Graecus" (Γραικούς):
αυτό μεταφραζόταν "Έλληνες" (Hellenes), που σήμαινε ειδωλολάτρες και μη Ρωμαίοι.
/Κορυφή/
|