|| Βυζαντινά Νομίσματα ||  ::Αρχική σελίδα:: 
 

 

Ιστορία του Βυζαντίου

 

Με τον όρο Βυζάντιο εννοούμε το κράτος που δημιουργήθηκε στα ανατολικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής, ότι κράτος με την επωνυμία αυτή δεν υπήρξε ποτέ καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής του, αλλά είναι δημιούργημα των μοντέρνων ιστορικών. Οι ίδιοι οι υπήκοοι του κράτους αυτού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ρωμαίους και ο αυτοκράτορας είχε τον επίσημο τίτλο « Εν Χριστώ Βασιλεύς των Ρωμαίων ». Αυτό σημαίνει πως οι λεγόμενοι βυζαντινοί αισθάνονταν οι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι συνεχιστές της. Από την αίσθηση αυτή προέρχεται και το όνομα Ρωμιοσύνη και η επωνυμία Ρωμιοί, με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι έλληνες ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, το όνομα της πρωτεύουσας του κράτους ήταν Νέα Ρώμη, ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει την αίσθηση της συνέχειας με την παλιά Ρώμη που συνείχε τους υπηκόους του, άσχετα αν κατόπιν επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν του ιδρυτή της πόλης.  Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος με την επωνυμία Ρωμαϊκό και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους με το κράτος που είναι γνωστό ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο  ίδρυσε ο Καρλομάγνος.  

 

Η ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυμο Βολφ, το 1567. Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην μελέτη της ιστορίας αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονομασίας από τους δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δομή του κράτους, για παράδειγμα με την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημου γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις που συνδέονται με τις καινούργιες εδαφικές πραγματικότητες ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών κατακτήσεων στην Δύση, που δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ο όρος ρωμαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται μέσα από τις αλλαγές αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνομα της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Για τους προηγούμενους αιώνες δέχονται ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ο όρος Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί το κράτος αυτό διατηρεί ακόμα αρκετά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, με πρώτο απ’ όλα την χρήση της λατινικής γλώσσας.  

 

Ένα ακόμα γεγονός που πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας είναι ότι ο όρος Έλληνας, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο των Παλαιολόγων, δεν έχει εθνική σημασία, ούτε χαρακτηρίζει κάποια φυλή ή λαό. Για τους βυζαντινούς σημαίνει τους ειδωλολάτρες,  τους παγανιστές, ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορικής διαδρομής της αυτοκρατορίας έχει παιδευτικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι προσδιορίζει ένα ορισμένο είδος εκπαίδευσης. Η Ελλάδα είναι μια περιορισμένη γεωγραφική περιφέρεια, περίπου μέχρι την σημερινή Θεσσαλία, μια όχι και τόσο σημαντική περιοχή μέσα στα όρια της επικράτειας της αυτοκρατορίας. Μόνο κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, αρχίζει να σημαίνει τον ελληνικό λαό, που μιλά την ελληνική γλώσσα. Πάντως, ο ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος  χρησιμοποιεί τον όρο « Το Μεσαιωνικό κράτος των Ελλήνων », ο οποίος μπορεί να γίνει αποδεκτός αν σκεφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγραφε ο σημαντικός αυτός ιστορικός μας και την ηγεμονική θέση που κατείχε η ελληνική γλώσσα , ως όργανο της διοίκησης του κράτους και ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς.  

 

Τέλος πρέπει να καταρριφθεί και ένα ακόμα στερεότυπο, αυτό που θεωρεί πως η αυτοκρατορία ήταν ένα κλειστό, στατικό και θεοκρατικό κράτος. Η κοινωνία του Βυζαντίου ήταν δυναμική, οι εμπορικές της συναλλαγές περιελάμβαναν όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ οι δήθεν διαχωριστικές γραμμές με τον εξωτερικό κόσμο δεν ήταν και τόσο αυστηρά φρουρούμενες. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθαν πολλοί που κατάγονταν από λαούς που οι βυζαντινοί θεωρούσαν βάρβαρους. Η μόνη προυπόθεση που ετίθετο σε κάποιον βάρβαρο, για να σταδιοδρομήσει στην διοικητική μηχανή του κράτους ήταν να βαπτισθεί Χριστιανός και να ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα. 

 

Ο ρατσισμός με την σημερινή έννοια του όρου, ήταν μάλλον άγνωστος στους βυζαντινούς. Μπορεί οι βυζαντινοί να θεωρούσαν βαρβάρους όσους κατοικούσαν έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά ποτέ δεν έκλεισαν τις πόρτες τους στους πρεσβευτές τους, ούτε αρνήθηκαν να τους συνδράμουν πολιτιστικά και να τους καταστήσουν κοινωνούς του πολιτισμού τους. Ακόμα και την εγκατάσταση τους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, υπό καθεστώς αυτονονμίας, μια πρακτική που ξεκίνησε επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, για να ελαττωθούν οι πιέσεις που εξασκούσαν οι λαοί αυτοί και η οποία αργότερα έγινε μια σταθερά της Βυζαντινής διπλωματίας, την αποδέχονταν κάτω από ορισμένους όρους. Είναι γνωστή ή πολιτιστική ακτινοβολία και επιρροή που εξασκούσε το Βυζάντιο σε πολλούς λαούς, όπως επίσης και η κληρονομιά του που υφίσταται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στον Ορθόδοξο κόσμο. Το Βυζάντιο είναι μια καθαρά πολυεθνική κοινωνία, που ομογενοποιείται από την θρησκεία και την ελληνική γλώσσα και όχι από την φυλετική καταγωγή.


Περίοδοι

Για πολλά χρόνια οι ιστορικοί του Βυζαντίου αντιπαρατέθηκαν στο ζήτημα της χρονολογικής αρχής της αυτοκρατορίας. Οι κυριότερες απόψεις ήταν δύο: η πρώτη θεωρούσε πως πρέπει να ορίσουμε ως αρχή της την κτίση της Κωνσταντινούπολης, το 330, ενώ η δεύτερη πως πρέπει να μετατοπίσουμε το χρονικό όριο στα 395, όταν το ρωμαϊκό κράτος διαιρείται σε δύο μέρη και κληροδοτείται στους δύο γιούς του Θεοδοσίου του Α΄. Άλλοι θεωρούν το 476, έτος κατά το οποίο καταλύεται το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, ως αρχή της ανατολικής αυτοκρατορίας και κάποιοι τέλος θεωρούν πως η εποχή του Ηρακλείου, όταν και επιβάλλεται η ελληνική γλώσσα ως επίσημο όργανο της διοίκησης, πρέπει να αποτελεί την αρχή της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου. Αυτές οι απόψεις όμως είναι σκέψεις και θεωρίες των μεταγενέστερων ιστορικών, οι οποίοι βλέπουν το κράτος της Ανατολής σαν μια καινούργια οντότητα και όχι σαν την συνέχεια του παλιού ρωμαϊκού. Από την στιγμή που οι ίδιοι οι υπήκοοι του Βυζαντίου θεωρούν τους εαυτούς τους ως συνεχιστές της παλιάς αυτοκρατορίας και δεδομένου ότι το κράτος αυτό μεγαλύνθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της αρχαίας Ρώμης, είναι σωστό να ορίσουμε την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας του κράτους αυτού, ως απαρχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πιο απλά είναι τα πράγματα όσον αφορά το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτή τοποθετείται σχεδόν ομόφωνα στα 1453, όταν η Πόλη καταλαμβάνεται από τους τούρκους. Μερικοί, έλληνες κυρίως μελετητές, τοποθετούν στα 1204, χρονιά της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους λατίνους, το τέλος της αυτοκρατορίας, βασιζόμενοι κυρίως στο γεγονός πως η ελληνική γλώσσα έχει πια σχεδόν διαμορφωθεί και μοιάζει πολύ με την σημερινή γλώσσα. Αυτό όμως δεν φαίνεται σωστό, γιατί η πολιτική και θεσμική οργάνωση του κράτους, μετά την ανάκτηση του το 1261 από τους Παλαιολόγους, συνεχίζει να στηρίζεται στις ίδιες βάσεις με αυτές των προηγουμένων περιόδων.

Όσον αφορά την διαίρεση της ιστορίας του, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους με τις αντίστοιχες υποδιαιρέσεις τους:  

1. Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος : Διαρκεί από το 330 μέχρι το 610 και υποδιαιρείται σε 2 υποπεριόδους, αυτήν που διαρκεί από το 330 έως το 518, κατά την οποία θεμελιώνεται το κράτος και την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού και των διαδόχων του, από το 518 έως το 610, όταν και το κράτος φτάνει στη μέγιστη ακμή του, από εδαφική άποψη.  

2. Η Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Διαρκεί από το 610 έως το 1204. Υποδιαρείται σε τέσσερις περιόδους: Η πρώτη από το 610 έως το 717 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την ελληνοποίηση του κράτους, με την επιβολή της ελληνικής γλώσσας ως κυρίαρχης στη θέση της λατινικής. Η δεύτερη, από το 717 έως το 867 είναι η περίοδος της εικονομαχίας. Η τρίτη, από το 867 έως το 1025 είναι η εποχή της στρατιωτικής και πολιτιστικής αναγέννησης του Βυζαντίου, με την Μακεδονική δυναστεία.  Η τέταρτη και τελευταία, από το 1025 έως το 1204, παρά την σχετική ακμή της εποχής των Κομνηνών, χαρακτηρίζεται από την ταχεία παρακμή του κράτους και την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.  

3. Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος: Διαρκεί από το 1204 έως το 1453, διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη από το 1204 έως το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα χέρια των λατίνων και ιδρύονται διάφορα ελληνικά κράτη στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και η δεύτερη, η Παλαιολόγειος περίοδος , που τελειώνει το 1453 με την πτώση της Πόλης στους τούρκους.

Αυτοκράτορες

 

Ι. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (330 - 395).


Ο Μ. Κωνσταντίνος, αφού νίκησε και αιχμαλώτισε το συνάρχοντά του Λικίνιο, έμεινε μόνος κύριος του μεγάλου Ρωμαϊκού κράτους (323). Μετά απώθησε από τα όρια της επικράτειάς του τους βαρβάρους, που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της. Αλλά καταλάβαινε ότι η άμυνα του κράτους απαιτούσε τεράστια και οχυρωμένη βάση, μια πόλη που θα γινόταν πρωτεύουσα. Από κάθε άλλη θέση προτίμησε το Βυζάντιο για τη μοναδικότητα της θέσης του από στρατηγική και εμπορική άποψη. Η πόλη χτίστηκε με σχέδιο πάνω σε εφτά λόφους, οχυρώθηκε με περίβολο τειχών και στολίστηκε με μεγαλόπρεπα ανάκτορα, ιπποδρόμιο, ναούς, πλατείες και πολλά μνημεία τέχνης. Ο πληθυσμός της μετά την εγκατάσταση των υπηρεσιών, πολλών πλούσιων οικογενειών και των συγκλητικών πολλαπλασιάστηκε γρήγορα. Το χτίσιμο άρχισε το 324 μ.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Η πόλη ονομάστηκε Νέα Ρώμη αργότερα και από το όνομα του αυτοκράτορα, Κωνσταντινούπολη. Η νέα πρωτεύουσα ήταν χριστιανικό κέντρο. Και καθώς ιδρύθηκε ανάμεσα σε ελληνικές χώρες, αφομοιώθηκε με τον καιρό από τη δύναμη του ελληνικού πολιτισμού και έγινε ελληνική. Έτσι έγινε η αρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Όταν πέθανε ο μεγάλος και ευσεβής αυτοκράτορας (337 μ.Χ.), άφησε στους τρεις γιους του Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο και Κώνστα το Ρωμαϊκό κράτος. Αλλά η διανομή αυτού στα τρία προκάλεσε εμφύλιους πολέμους, από τους οποίους ωφελήθηκαν πάλι οι εξωτερικοί του εχθροί και οι λαοί που ζητούσαν ευκαιρία για να αποσπαστούν απ' αυτό.
Όταν εξαφανίστηκαν οι τρεις αυτοί αυτοκράτορες, μονάρχης όλου του Ρωμαϊκού κράτους ανακηρύχτηκε ο Ιουλιανός, ο ανιψιός του Κωνσταντίνου (361). Αυτός επανέφερε την τάξη και βελτίωσε τη θέση του κράτους. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την παιδεία, αρνήθηκε όμως το χριστιανισμό και γι' αυτό ονομάστηκε "Παραβάτης". Σκοτώθηκε το 363 σε μια μάχη εναντίον των Περσών.
Μετά τον Ιουλιανό ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό, που αναγκάστηκε να κλείσει ταπεινωτική ειρήνη με τους Πέρσες και να παραχωρήσει σ' αυτούς πολλές επαρχίες της Ασίας. Μετά το θάνατό του (364) αυτοκράτορας έγινε ο Ουαλεντιανός ο Α΄, ο οποίος με τη βοήθεια του στρατηγού Θεοδοσίου απώθησε τους λαούς που από όλες τις πλευρές είχαν εισορμήσει στο κράτος του. Πήρε μετά συνάρχοντα τον αδερφό του Ουάλλη, στον οποίο παραχώρησε την Ανατολή, ενώ ο ίδιος κράτησε τη Δύση. Τον Ουάλλη διαδέχτηκε ο Μ. Θεοδόσιος (379 - 395), που ένωσε και πάλι το κράτος. Στις ημέρες του φάνηκε κάποια ελπίδα σωτηρίας από τα βαρβαρικά έθνη του εξωτερικού.


ΙΙ. Οίκος Θεοδοσίου (395 - 527)


Όταν πέθανε ο Μ. Θεοδόσιος, τον διαδέχτηκαν οι γιοι του Αρκάδιος (στην Ανατολή) και Ονώριος (στη Δύση). Από τότε χάθηκε κάθε ιδέα ενότητας και οι επιδρομές των βαρβάρων έγιναν πιο επίφοβες. Η μεγάλη μετανάστευση επέφερε την κατάλυση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, της οποίας τελευταίος αυτοκράτορας υπήρξε ο Ρωμύλος ο Αυγουστύλος (479). Τότε αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας ο ηγεμόνας των Ερούλων, Οδόακρος.
Στην Ανατολή ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός αναγκάστηκε να πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό και να παραχωρήσει αρκετό τμήμα της Βαλκανικής, για να απαλλάξει τη χώρα του από τον τρόμο του Αττίλα, που το 447 είχε φτάσει μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Από τα σπουδαιότερα ειρηνικά έργα του Θεοδοσίου του Μικρού είναι η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, του πρώτου δηλ. πανεπιστημίου της πρωτεύουσας (425), και ο "Θεοδοσιανός Κώδιξ" (438), δηλ. η κωδικοποίηση των νόμων. Στα χρόνια του έγινε η τρίτη Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο και τέταρτη στη Χαλκηδόνα. Μετά το θάνατό του η γυναίκα του Πουλχερία παντρεύτηκε το γέροντα στρατηγό Μαρκιανό (450 - 457). Κατά τα χρόνια της βασιλείας τους επικράτησε χρηστή διοίκηση και το κράτος ανακουφίστηκε από τους φόρους προς τους Ούννους. Για τη φιλανθρωπία και τις ενέργειές τους προς την ορθοδοξία η Εκκλησία μας τους ανακήρυξε αγίους. Μετά το θάνατο του Μαρκιανού στο θρόνο ανέβηκε ο Λέοντας Α΄ (457 - 474). Αυτόν διαδέχτηκε ο Ζήνωνας (474 - 491), του οποίου συναυτοκράτορας ήταν ο γιος του Λέοντας Β΄ ο Μικρός, που πέθανε ύστερα από 10 μήνες. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ζήνωνα συνέβησαν δραματικά γεγονότα: καταλύθηκε το Δυτικό Κράτος (479) και έγινε το σχίσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών (482). Ο Αναστάσιος ο Α΄ (491 - 518) αποδείχτηκε ικανός και συνετός αυτοκράτορας. Αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιδρομές των Ούννων και τω Περσών. Στις μέρες του εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, ένας νέος εχθρός, οι Σλάβοι, οι οποίοι με τους Αβαρούς έκαναν την πρώτη εισβολή (493). Την εποχή αυτή επίσης πρωτοεμφανίστηκαν οι Βούλγαροι, με τους οποίους συγκρούστηκαν για πρώτη φορά οι Βυζαντινοί το 399. Πεθαίνοντας ο Αναστάσιος αυτοκράτορας στέφτηκε ο διοικητής της ανακτορικής φρουράς Ιουστίνος. Επειδή ήταν γέρος και αμόρφωτος, πήρε νωρίς ως βοηθό συνάρχοντα τον ανιψιό του Ιουστινιανό.


ΙΙΙ. Ο Ιουστινιανός και οι διάδοχοι του (527 - 610)


Ο πιο αξιόλογος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους μετά την κατάλυση της Δυτικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ο Ιουστινιανός Α΄ (527 - 555). Με τους άλλους στρατηγούς του, το Βελισάριο και το Ναρσή, κατόρθωσε ν' αποκρούσει τους εχθρούς που απειλούσαν το βασίλειό του, να το καταστήσει ισχυρό και να ενώσει πάλι με αυτό τις χώρες που είχαν αφαιρέσει οι βάρβαροι. Ο Βελισάριος απέκρουσε τους Πέρσες στα ανατολικά σύνορα του κράτους, κατέβαλε και εξαφάνισε τους Βανδάλους στην Αφρική, αιχμαλώτισε το βασιλιά των Γότθων Ουίτιγη στην Ιταλία. Ο Ναρσής συμπλήρωσε το έργο του Βελισάριου στην Ιταλία, την οποία κατέστησε επαρχία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, και έγινε ο πρώτος "έξαρχος" αυτής (554).
Ο Ιουστινιανός έθεσε στο κράτος του νόμους σοφούς και έχτισε το ναό της Αγίας Σοφίας, επειδή είχε πυρποληθεί ο πρώτος, που είχε οικοδομήσει ο Μ. Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε επίσης να καταστείλει τις επαναστάσεις δύο φατριών, των Πράσινων και των Γαλάζιων, που αναστάτωναν την πρωτεύουσα. Μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού οι Βυζαντινοί νόμιζαν ότι το μετάξι ήταν προϊόν δέντρου της Ινδίας και λίγοι φορούσαν μεταξωτά ρούχα, γιατί ήταν πανάκριβα. Ο Ιουστινιανός πληροφορήθηκε από δύο μοναχούς τη φύση του υλικού αυτού και τη βομβυκοτροφία, πήρε κουκουλόσπορο και ίδρυσε μεταξουργείο στο κράτος του. Αλλά κρατούσε μυστική την ανατροφή των μεταξοσκωλήκων. Μόλις κατά το 1130 μ.Χ. οι Σικελοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν το μυστικό και απ' αυτούς διαδόθηκε στην Ιταλία και Ισπανία και αργότερα στη Γαλλία (1600) και Γερμανία (1700). Μετά τον Ιουστινιανό ακολούθησε μια σειρά από ασήμαντους αυτοκράτορες: Ιουστίνος ο Β΄ (565 - 578), Τιβέριος ο Β΄ (578 - 582), Μαυρίκιος (582 - 602) και Φωκάς (602 - 610), οπότε εμφανίστηκε ο Ηράκλειος.


ΙV. Οίκος Ηρακλείου (610 - 717)


Ο Ηράκλειος (610 - 641) βελτίωσε τα οικονομικά του κράτους και τα στρατιωτικά. Νίκησε τους Πέρσες, πήρε από τα χέρια τους τον Τίμιο Σταυρό και τον ανύψωσε πάλι στην Ιερουσαλήμ (14 Σεπτεμβρίου 629 μ.Χ.). Επίσης διαίρεσε το κράτος σε στρατιωτικές επαρχίες, τα "θέματα", στις οποίες διόρισε στρατηγούς ως διοικητές. Στα χρόνια του φάνηκε και ένας νέος εχθρός, οι Άραβες, των οποίων τις ορμητικές επιδρομές κατόρθωσε να συγκρατήσει με επιτυχία.
Οι περισσότεροι διάδοχοι του Ηρακλείου αποδείχτηκαν άθλιοι. Απασχολήθηκαν με ασήμαντα έργα, αναμείχτηκαν σε εσωτερικές έριδες και άφησαν τους Σαρακηνούς να κυριεύσουν σημαντικές χώρες της αυτοκρατορίας. Αυτοί ήταν: Κωνσταντίνος ο Γ΄ (641), Κώνστας Β΄ (641 - 668), Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος (668 - 685), Ιουστινιανός ο Β΄(685 - 695), Λεόντιος (695 - 698), Τιβέριος Γ΄ (698 - 705), Ιουστίνος Β΄ για δεύτερη φορά (705 - 711), Φιλιππικός (711 - 713), Αναστάσιος Β΄ (713 - 715) και Θεοδόσιος ο Γ΄ (715 - 717).


V. Ίσαυροι (717 - 820)


Ο Λέοντας Γ΄ ο Ίσαυρος (717 - 741) κατάργησε την προσκύνηση των εικόνων και έδωσε αφορμή στη θρησκευτική έριδα των εικονομαχιών. Έσωσε όμως την Κωνσταντινούπολη από τους Άραβες με το υγρό πυρ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Κοπρώνυμος (741 - 755), που ήταν επίσης εικονομάχος. Νίκησε τους Σαρακηνούς, αλλά νικήθηκε από τους Βουλγάρους και οι Λογγοβάρδοι του αφαίρεσαν την εξαρχία της Ιταλίας. Ο γιος του Λέοντας Δ΄ ο Χάζαρος (775 - 780) ήταν εικονομάχος. Αλλά ο γιος αυτού Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (780 - 797), με την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (787), επανέφερε την προσκύνηση των εικόνων. Αυτόν, που δολοφονήθηκε, διαδέχτηκε η μητέρα του Ειρήνη η Αθηναία (797 - 802), η οποία παντρεύτηκε το Νικηφόρο τον Α΄, που μετά την εξορία της βασίλευσε μόνος (802 - 811). Τον σκότωσαν όμως σε μια μάχη οι Βούλγαροι και τον διαδέχτηκε ο Σταυράκιος (811). Ακολούθησαν οι Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές (811 - 813) και Λέοντας Ε΄ ο Αρμένιος (813 - 820).


VΙ.Φρυγική δυναστεία (820 - 867)


Ο Λέοντας ο Ε΄ δολοφονήθηκε μέσα στα ανάκτορα και αυτοκράτορας αναγορεύτηκε ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820 - 829) από το Αμόριο της Φρυγίας, ο οποίος έγινε ιδρυτής της Φρυγικής δυναστείας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόφιλος (829 - 842), που συνέχισε με πείσμα τους αγώνες του πατέρα του εναντίον των Αράβων. Αυτόν διαδέχτηκε ο Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος (842 - 867).


VΙΙ. Μακεδόνες (867 - 1075)


Πρώτος γνήσιος Έλληνας αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (867 - 886). Μεταχειρίστηκε στα δημόσια έγγραφα την ελληνική γλώσσα, παραμερίζοντας τη λατινική που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Στην εποχή του εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στα πέρατα της Ελλάδας και διαλύθηκαν τα τελευταία ερείσματα της ειδωλολατρίας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Λέοντας ΣΤ΄ ο Σοφός (886 - 912), που προστάτευσε τα γράμματα και συμπλήρωσε τη νομοθεσία του πατέρα του. Συμβασιλιάς του ήταν ο Αλέξανδρος (912 - 913). Ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (919 - 959) παραμερίστηκε ένα διάστημα από το φιλόδοξο πεθερό του, το ναύαρχο Ρωμανό Α΄ το Λεκαπηνό (920 - 914). Στις ημέρες του Κωνσταντίνου ενισχύθηκε η πνευματική κίνηση και η κοινωνική πρόνοια. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ρωμανός Β΄ (959 - 963) και αυτόν ο στρατηγός Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963 - 969), ο οποίος νίκησε τους Σαρακηνούς και ανέκτησε την Κρήτη και την Κύπρο. Ο Ιωάννης Τσιμισκής (969 - 976) νίκησε τους Σαρακηνούς και τους Ρώσους και υπέταξε τους Βουλγάρους. Μετά απ' αυτόν βασίλευσε ο τρισέγγονος του Βασιλείου του Μακεδόνα, Βασίλειος Β΄ (976 - 1025), ο οποίος ονομάστηκε Βουλγαροκτόνος, γιατί καθυπέταξε τους Βουλγάρους, που δοκίμασαν να αποστατήσουν, και τέλος τους συγχώνευσε στο βασίλειό του. Αυτός ανάγκασε και τους Άραβες να πληρώνουν φόρο.
Κατά την περίοδο των τελευταίων Μακεδόνων αυτοκρατόρων επακολούθησε ραγδαία παρακμή, που οφειλόταν στην ανικανότητά τους, στην εμφάνιση νέων επικίνδυνων εχθρών (Νορμανδών, Σελτζούκων, Πετσενέγων), στην καθιέρωση μισθοφορικών στρατευμάτων στη θέση των εθνικών και στη διατάραξη της κοινωνικής ισορροπίας. Ύστερα από τη σύντομη βασιλεία του Κωνσταντίνου Η΄ (1025 - 1028) ανέβηκε στο θρόνο η κόρη του η πορφυρογέννητη Ζωή, που παντρεύτηκε το Ρωμανό Γ΄ τον Αργυρό (1028 - 1034). Ο Ρωμανός δολοφονήθηκε, ίσως με τη συνεργασία της Ζωής, η οποία παντρεύτηκε τον εραστή της Μιχαήλ Δ΄ τον Παφλαγόνα (1034 - 1041), που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Αυτός ανέκτησε μεγάλο μέρος της Σικελίας και κατέπνιξε με ευκολία την επανάσταση των Βουλγάρων και των Σέρβων. Ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης (1041 - 1042), θετός γιος του προηγούμενου, αποπειράθηκε να απομακρύνει τη Ζωή, αλλά εκθρονίστηκε και ανακηρύχτηκαν ως αυτοκράτειρες η Ζωή και η μοναχή αδερφή της Θεοδώρα (1042). Η Ζωή σε ηλικία 62 χρονών έκανε συμβασιλιά τον τρίτο σύζυγό της, τον Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο (1041 - 1055). Τότε εμφανίστηκε στην Ασία νέος εχθρός, ο τουρκικός λαός των Σελτζούκων, ο οποίος και πέτυχε τις πρώτες νίκες εναντίον των Βυζαντινών. Στα χρόνια του αυτοκράτορα αυτού οριστικοποιήθηκε το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054 μ.Χ.). Μετά το θάνατό του παρέμεινε μονοκράτειρα η Θεοδώρα (1055 - 1056), που λίγο πριν πεθάνει ανακήρυξε αυτοκράτορα το στρατηγό Μιχαήλ ΣΤ΄ το Στρατιωτικό (1056 - 1057). Αλλά αυτόν τον εξανάγκασε σε παραίτηση στρατιωτική επανάσταση των θεμάτων της Ασίας. Στο θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Κομνηνός. Έτσι έληξε η δυναστεία των Μακεδόνων.


VΙΙΙ. Δούκες και Κομνηνοί  (1057 - 1185)


Ο Ισαάκιος Κομνηνός (1057 - 1059), που ανέβηκε στο θρόνο με στρατιωτικό κίνημα, σήμανε την επικράτηση των στρατιωτικών στο αστικό κόμμα της πρωτεύουσας. Αργότερα όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τότε επικράτησαν οι Δούκες και αυτό σήμαινε το θρίαμβο της πολιτικής διοίκησης. Επί Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (1059 - 1067) τα στρατιωτικά έργα παραμελήθηκαν και οι Σελτζούκοι συνέχισαν τις εισβολές τους στη Μ. Ασία, ενώ οι Ούγγροι κατέλαβαν το Βελιγράδι. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ανέβηκε στο θρόνο ο Ρωμανός ο Δ΄ Διογένης (1067 - 1071), εξαιρετικός στρατηγός, που παντρεύτηκε τη χήρα βασιλομήτορα Ευδοκία, επίτροπο του ανήλικου Μιχαήλ Ζ΄. Οι στρατιωτικοί με την άνοδό του αναζωογονήθηκαν. Ο Ρωμανός σε τρεις εκστρατείες του νίκησε τους Σελτζούκους, στην τέταρτη όμως αιχμαλωτίστηκε και αργότερα απελευθερώθηκε. Τη βασιλεία των Δουκών συνέχισε ο Μιχαήλ Ζ΄ ο Παραπινάκης (1071 - 1078), στις μέρες του οποίου ιδρύθηκε το Σελτζουκικό κράτος, που εκτεινόταν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός δυσαρεστήθηκε από τις αποτυχίες του Μιχαήλ Ζ΄ και επαναστάτησε. Τελικά επικράτησε ο Νικηφόρος Γ΄ ο Βοτανειάτης (1078 - 1081). Ακολούθησαν όμως εσωτερικές ταραχές, ενώ οι εξωτερικοί εχθροί γίνονταν πιο απειλητικοί. Η αναρχία σταμάτησε με την επικράτηση του νεαρού στρατηγού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 - 1118), που έσωσε την αυτοκρατορία από την καταστροφή. Αυτός ανέκτησε τις χώρες που είχαν καταληφθεί από τους επιδρομείς και ανέστησε σιγά σιγά το βασίλειο στην προηγούμενή του δύναμη. Από αυτόν αρχίζει κυρίως η δυναστεία των Κομνηνών και επί των ημερών του έγινε η πρώτη Σταυροφορία. Μετά τον Αλέξιο βασίλευσε ο Ιωάννης Β΄ ο Κομνηνός (1143 - 1180). Και οι δύο κράτησαν σεβαστό το βασίλειο. Οι μετά απ' αυτούς Κομνηνοί εξασθένησαν το βασίλειο με τις αλληλομαχίες τους, αλλά διατήρησαν οπωσδήποτε τη δυναστεία τους μέχρι το 1185. Αυτοί ήταν ο Αλέξιος Β΄ ο Κομνηνός (1180 - 1183) και Ανδρόνικος Α΄ ο Κομνηνός (1183 - 1185).


ΙΧ. Άγγελοι (1185 - 1204)


Η κατάσταση, εσωτερική και εξωτερική, της αυτοκρατορίας στο μεταξύ είχε επιδεινωθεί και ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185 - 1195) αποδείχτηκε τελείως ανίκανος να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της περίστασης. Πολλές πληγές άνοιξε στο κράτος ιδιαίτερα η Γ΄ Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι συνέλαβαν, τύφλωσαν και φυλάκισαν τον Ισαάκιο μαζί με το γιο του Αλέξιο. Και τότε αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο αδερφός του Αλέξιος Γ΄ (1195 - 1203), που δεν ήταν καλύτερος εκείνου και η αναρχία μεγάλωσε. Τον Ιούλιο του 1203 οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος Γ΄ την εγκατέλειψε άνανδρα. Οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ και το γιο του Αλέξιο Δ΄ ως συμβασιλέα (1203 - 1204). Ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον των ανάξιων αυτοκρατόρων. Ο Αλέξιος Δ΄ στραγγαλίστηκε και ο Ισαάκιος πέθανε από φόβο. Στο θρόνο ανέβηκε ο συγγενής τους Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος (1204). Οι Σταυροφόροι όμως συνέτριψαν την επανάσταση και ο Αλέξιος Ε΄ έφυγε. Τότε ανακηρύχτηκε από το λαό αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αλλά τίποτε πια δεν ήταν δυνατό να γίνει και η αριστοκρατία με τον κλήρο κατέφυγαν στη Νίκαια, όπου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του κράτους.


Χ. Αυτοκράτορες της Νίκαιας (1024 - 1261)


Η αυτοκρατορία της Νίκαιας θεωρήθηκε ως συνέχεια της Βυζαντινής. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης (1204 - 1222) θεμελίωσε το νέο κράτος και κυριάρχησε στη βυζαντινή Μ. Ασία. Ο γαμπρός και διάδοχός του Ιωάννης Βατάτζης (1222 - 1254) κληρονόμησε ένα αρκετά ισχυρό κράτος και το μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254 - 1258), που είχε επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων και των Τούρκων. Μετά το θάνατό του ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258 - 1259), τον οποίο παραμέρισε ο στρατηγός Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1250 - 1261) και κατόρθωσε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη (25 Ιουλίου 1261). Η δυναστεία που ίδρυσε έζησε δύο περίπου αιώνες.


ΧΙ. Παλαιολόγοι (1261 - 1453)


Ο Μιχαήλ Η΄ (1261 - 1282) ήταν ικανός. Τον απασχόλησαν όμως τα φλέγοντα προβλήματα της Δύσης και δεν μπόρεσε να προσέξει το σλαβικό και τουρκικό κίνδυνο. Μετά το θάνατό του άρχισε ραγδαία παρακμή. Ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ (1282 - 1328) ήταν περισσότερο λόγιος παρά κυβερνήτης. Οι Οθωμανοί ίδρυσαν κράτος και οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο (1309). Ο Ανδρόνικος Γ΄ (1328 - 1341), γιος του συμβασιλιά του Μιχαήλ Θ΄ (1295 - 1320), επαναστάτησε και ύστερα από επτά χρόνια πόλεμο εκθρόνισε τον παππού του Ανδρόνικο Β΄. Οι Τούρκοι όμως στο μεταξύ προωθήθηκαν μέχρι το Βόσπορο (1338), ενώ οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι κατέστρεφαν πόλεις και ξερίζωναν πληθυσμούς. Μέσα σ' αυτές τις συμφορές τον Ανδρόνικο Γ΄ διαδέχτηκε ο γιος του Ιωάννης Ε΄ (1341 - 1391) και αυτόν ο "μέγας δομέστικος" Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1347 - 1355). Ακολούθησαν οι Μανουήλ Β΄ (1391 - 1425), Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425 - 1448) και η αυτοκρατορία οδηγήθηκε στο χείλος της καταστροφής. Τότε μετακλήθηκε από το δεσποτάτο του Μιστρά ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ή Δραγάσης (1449 - 1453), που έκανε την τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια. Αλλά η αυτοκρατορία είχε εξαντληθεί τελείως πια και η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων (29 Μαΐου 1453). Αυτό ήταν το τέλος του Βυζαντίου.
 

 

Πολιτεία και κοινωνία  

 

Το γεγονός ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία άντεξε για τόσα πολλά χρόνια οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο πολίτευμα του κράτους, πολίτευμα που αναπροσαρμόζονταν με την πάροδο του χρόνου, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις και προβλέποντας τις ανάγκες στους τομείς της οργάνωσης της διοίκησης.Στην κορυφή του Βυζαντίου βρισκόταν ο αυτοκράτορας, θεσμός που προέρχεται από την Ρώμη, αλλά που στο Βυζάντιο απέκτησε καινούργια χαρακτηριστικά. 

 

Η Σύγκλητος, ένα είδος βουλής που υπήρχε στην Ρώμη και βοηθούσε τον βασιλιά στα καθήκοντα του, εξαφανίστηκε σιγά σιγά, αν και τυπικά εξακολουθούσε να υπάρχει. Δεν είχε όμως καμιά αρμοδιότητα,και έτσι ο αυτοκράτορας μπορούσε να λαμβάνει τις αποφάσεις μόνος του. Διόριζε και απέλυε τους κρατικούς λειτουργούς κατά πως ήθελε, έλεγχε πλήρως τα οικονομικά , θέσπιζε νόμους μόνος αυτός και ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός και η κεφαλή της Εκκλησίας. Στα χέρια του λοιπόν συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες. Ο επίσημος τίτλος του ήταν Βασιλεύς. 

 

Υπήρχε κάποια αίσθηση πως η εξουσία του βασιλιά πήγαζε από τον λαό και ότι ο τελευταίος είχε μεταβιβάσει την εξουσία στον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό, κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται από το ότι ο βασιλιάς ήταν αιρετός, δηλαδή κάποιοι τον εξέλεγαν και αυτοί ήταν η Σύγκλητος, ο στρατός και ο λαός της Πόλης. Η στέψη του γινόταν αφού πρώτα τα τρία αυτά σώματα επευφημούσαν τον υποψήφιο και η βασιλεία του ήταν κάτω από την συνεχή παρακολούθηση των τριών αυτών παραγόντων. Όταν ένας από αυτούς θεωρούσε πως η διοίκηση του βασιλιά δεν ήταν ικανοποιητική, μπορούσε να ανακηρύξει άλλο αυτοκράτορα και στην περίπτωση αυτή ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. 

 

Η Βυζαντινή ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα αυτού του είδους. Οι αυλικές συνωμοσίες ήταν ένας άλλος τρόπος σφετερισμού της εξουσίας, μα στην περίπτωση αυτή τα συμφέροντα ήταν περισσότερο προσωπικά. Ο στρατός έπαιζε τον σημαντικότερο ρόλο στις περιπτώσεις των επαναστάσεων και των συνωμοσιών, αλλά και ο λαός σε αρκετές περιστάσεις ανέβασε στον θρόνο κάποιον ευνοούμενο του. Με την πάροδο του χρόνου , η διαδοχή των αυτοκρατόρων γινόταν με ομαλότερο τρόπο. Όσο ζούσε λοιπόν ο βασιλιάς έστεφε σαν συμβασιλέα του κάποιον που ήθελε, που μπορούσε να ήταν συνεργάτης του, συγγενής του ή κάποιο άλλο αγαπητό στο λαό πρόσωπο. Αυτός ο συναυτοκράτορας λοιπόν έπαιρνε τον θρόνο μόλις ο νόμιμος βασιλιάς πέθαινε, ενώ στη βάση αυτής της συνήθειας επικράτησε το κληρονομικό δικαίωμα στην διαδοχή, από πατέρα σε γιο. 

 

Ο αυτοκράτορας στεφόταν από τον Πατριάρχη στην εκκλησία και έπρεπε να είναι Ορθόδοξος. Την παραμονή της στέψης του οι συγκλητικοί, οι υπουργοί και οι στρατηγοί των θεμάτων υπόσχονταν πίστη στον αυτοκράτορα. Το ίδιο έκαναν και οι εκπρόσωποι των τάξεων της πρωτεύουσας και οι στρατιώτες. Ο αυτοκράτορας θεωρούσε τον εαυτό του σαν αντιπρόσωπο του Θεού πάνω στη γη και , σαν αρχηγός της εκκλησίας είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο στις υποθέσεις της εκκλησίας. Πίστευαν ότι η στέψη έκανε τον αυτοκράτορα κάτι σαν ημίθεο, τοποτηρητή του Θεού στην γη, ενώ θεωρούσαν πως ο βασιλιάς μπορούσε να κάνει διακηρύξεις που αφορούσαν το Χριστιανικό δόγμα και να προεδρεύει στις Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι ο αυτοκράτορας θεωρούσε ότι βρισκόταν σε άμεση σχέση με τον Θεό, που ήταν η πηγή κάθε εξουσίας. 

 

Επειδή οι γυναίκες δεν μπορούσαν να χειροτονηθούν ιερείς και να ηγηθούν του στρατού, είναι λογικό να πιστεύουμε ότι οι γυναίκες δεν ήταν δυνατόν να στεφθούν αυτοκράτειρες. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν υπήρχε καμμία απαγόρευση από τους νόμους του κράτους κι έτσι η θέση των γυναικών που βρισκόταν στην κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν παράξενη. Η σύζυγος του αυτοκράτορα ανέβαινε στο θρόνο με τη στέψη του άνδρα τηςή με τον γάμο της με τον βασιλιά.Και σε πολλές περιπτώσεις, όταν ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να ασκήσει την εξουσία, η γυναίκα του ασκούσε την κυβέρνηση στο όνομα του, ενώ αν χήρευε αυτή ήταν που είχε την πραγματική εξουσία.Εξέλεγε τον διάδοχο του θρόνου,ενώ οι σύζυγοι της έπαιρναν το δικαίωμα συμμετοχής τους στην εξουσία, από το γεγονός ότι παντρεύονταν την Αυγούστα, όπως ήταν ο επίσημος τίτλος της.Και τέλος, αν η Αυγούστα δεν ήθελε να μοιραστεί με κανένα την κυβέρνηση, τότε μπορούσε να κυβερνά μόνη της και νόμιμα , χωρίς να υφίσταται πρόβλημα.  

 

Ο λαός της πρωτεύουσας είχε οργανωθεί σε τέσσερις ομάδες ή δήμους ,όπως τις καλούσαν, τους Πράσινους, τους Βένετους , τους Λευκούς και τους Ερυθρούς. Οι δύο τελευταίοι δήμοι απορροφήθηκαν από τους δύο πρώτους, ενώ είναι άγνωστη η εποχή που εμφανίστηκαν. Οι δήμοι αυτοί είχαν πολιτικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις.  Στην πρώτη περίπτωση ονομάζονταν Πολιτικοί , είχαν αρχηγό τους τον Δήμαρχο και ασχολούνταν με καθήκοντα, όπως να φροντίζουν την καθαριότητα της πόλης και να παίρνουν προληπτικά μέτρα για πιθανές καταστροφές. Στην δεύτερη περίπτωση λέγονταν Περατικοί και ήταν κάτι σαν φρουρά της πόλης, ενώ είχαν έναν αρχηγό που ονομαζόταν Δημοκράτης. Το μέρος όπου εκφραζόταν η δραστηριότητα των δήμων ήταν ο Ιππόδρομος και όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε χωριστεί σε οπαδούς της μιας ή της άλλης ομάδας.

 

Έτσι ο λαός της Πόλης είχε μέσα από τους Δήμους ένα βήμα για να εκφράζει τις απόψεις και τις επιθυμίες του, και για το λόγο ότι οι Δήμοι εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα και τάξεις. Οι αρχηγοί των Βένετων προέρχονταν συνήθως από την συγκλητική αριστοκρατική τάξη και ήταν οπαδοί της Ορθοδοξίας, ενώ οι Πράσινοι εξέφραζαν τα συμφέροντα των εμπόρων και των βιοτεχνών και ήταν μονοφυσίτες. Την εποχή του Ιουστινιανού οι δήμοι είχαν αρκετή δύναμη, όπως φαίνεται από τη στάση του Νίκα, αλλά με τον καιρό η θέση τους εξασθένισε και ήδη από την εποχή των Ισαύρων ήταν πολύ υποβαθμισμένη. Με την παρακμή των Δήμων, ο λαός της Πόλης έχασε το μόνο μέσο που είχε για να εκφράζει τις απόψεις του, και από τότε έδειχνε τις επιθυμίες του μόνο με στάσεις και ταραχές.  

 

Είπαμε πως ένας άλλος εκλέκτορας του βασιλιά ήταν η Σύγκλητος. Αν και προέρχεται από το ομώνυμο Ρωμαϊκό σώμα ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό στη σύνθεση και τις εξουσίες που είχε. Με τον καιρό η Σύγκλητος εξασθένισε πολύ, αν και συνέχιζε να υπάρχει ως σώμα για όλη την ιστορία του Βυζαντίου.Η ακμή της τοποθετείται τον 6ο και 7ο αι.,και την αποτελούσαν όλοι οι αξιωματούχοι , καθώς επίσης και εκείνοι που είχαν εξασκήσει κάποιο αξίωμα στο παρελθόν, όπως και οι απόγονοι τους.Έτσι στο σώμα αυτό ανήκαν όλοι οι πλούσιοι και εξέχοντες πολίτες του κράτους , αλλά τα δικαιώματα τους και οι εξουσίες τους ήταν σχετικά περιορισμένες και ασαφείς. Ο Λέων ο ΣΤ’ κατάργησε όλα τα δικαιώματα της Συγκλήτου, πράξη που απλώς επικύρωσε μια κατάσταση που υπήρχε από πολύ καιρό.Το σώμα αυτό τώρα πια το καλούσε ο βασιλιάς για να ανακοινώσει κάτι ή για να γίνει μάρτυρας σε κάποια πράξη του, χωρίς δικαίωμα να εκφέρει γνώμη. Η πραγματική αριστοκρατία εξάλλου του Βυζαντίου ήταν πια στρατιωτική και μέσα από τον στρατό αντλούσε τη δύναμη της και τη θέση της.  

 

Ο πραγματικός φραγμός στις αυθαιρεσίες του αυτοκράτορα όμως ήταν οι Νόμοι. Αν και ο βασιλιάς ήταν η πηγή όλων των νόμων, ο νόμος εντούτοις ήταν κάτι ανώτερο από τον αυτοκράτορα. Ήταν ο μόνος θεσμός στον οποίο λογοδοτούσε ο βασιλιάς, ο οποίος θεωρούσε καθήκον του να τους ακολουθεί και να τους τηρεί. Πολλοί βασιλιάδες προσπάθησαν να κωδικοποιήσουν τους νόμους είτε για να τους εναρμονίσουν με το πνεύμα των καιρών είτε για να τους αποσαφηνίσουν και να μην υπάρχουν απορίες και ελλείψεις. Ο πρώτος που αποπειράθηκε να κάνει μια γενική κωδικοποίηση των νόμων ήταν ο Θεοδόσιος Β’, αλλά η προσπάθεια του έμεινε ημιτελής. 

 

Ο Ιουστινιανός έκανε ένα τιτάνιο έργο, το οποίο είναι η βάση και του σημερινού νομικού μας συστήματος. Με τον νομομαθή Τριβωνιανό, συνέταξε ένα κώδικα που περιλάμβανε όλη την υπάρχουσα νομοθεσία, που δημοσίευσε το 529. Ύστερα, το 533 δημοσίευσε τους Πανδέκτες, ένα απάνθισμα όλων των νόμων του παρελθόντος, ενώ τον επόμενο χρόνο εξέδωσε μια βελτιωμένη έκδοση του Ιουστινιάνειου κώδικα. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του δημοσίευε επίσης τις Νεαρές, που σαν στόχο τους είχαν να συμπληρώνουν ελλείψεις, να αναθεωρούν και να εκσυγχρονίζουν διάφορους νόμους.Οι νόμοι του Ιουστινιανού παρέμειναν εμποτισμένοι από το Ρωμαϊκό πνεύμα και διατήρησαν το διαζύγιο , την δουλεία ή την θανατική ποινή, παρ’ όλη την αντίθεση της εκκλησίας.

 

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν πολύ τους Ρωμαϊκούς νόμους και το γεγονός πως τους διατήρησαν σχεδόν αυτούσιους για πολλά χρόνια, παρ’ όλο που ήταν εξαιρετικά θεοσεβούμενοι, το αποδεικνύει. Αυτός που αναμόρφωσε τους νόμους, δίνοντας τους ένα Χριστιανικό πνεύμα ήταν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Το 739 εξέδωσε τις Εκλογές , γράφοντας στο προοίμιο πως ήθελε να εισαγάγει τις Χριστιανικές αρχές στη νομοθεσία. Κατάργησε την θανατική ποινή, βελτίωσε τη θέση των γυναικών και έδωσε στην Εκκλησία πολλά δικαιώματα στην ανατροφή των παιδιών και στον έλεγχο της κοινωνίας. Ο Βασίλειος ο Μακεδόνας όμως αντικατέστησε τις Εκλογές με τον Πρόχειρο Νόμο, για να εξαφανίσει κάθε εργασία που  είχε γίνει από τους μισητούς εικονομάχους  Ίσαυρους, αλλά και για να μειώσει την επιρροή της Εκκλησίας, στην οποία παραδόξως οι Ίσαυροι είχαν δώσει πολλά προνόμια. Ο γιος του, ο Λέων ΣΤ’, εξέδωσε τα Βασιλικά, ένα κώδικα που στο εξής ήταν η αυθεντία στην νομική επιστήμη και τα οποία ο Λέων συμπλήρωσε με αρκετές Νεαρές. Αν και οι Μακεδόνες επιχείρησαν μια επιστροφή στη νομοθεσία του Ιουστινιανού, εντούτοις το πνεύμα των Ισαύρων εξακολουθούσε να υπάρχει. Οι νόμοι ήταν ήπιοι, το οικογενειακό δίκαιο παρέμεινε όπως το είχαν διαμορφώσει οι Ίσαυροι και το κυριότερο καινούργιο στοιχείο ήταν πως οι Μακεδόνες αφαίρεσαν τα προνόμια της Εκκλησίας.Τα Βασιλικά ήταν η τελευταία απόπειρα κωδικοποίησης ενός ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου. Από εκεί και έπειτα, η νομοθετική δραστηριότητα των αυτοκρατόρων περιορίζεται σε διατάγματα για επιμέρους ζητήματα και στην έκδοση επιτομών.

 

Το εκκλησιαστικό δίκαιο γνώρισε ανάπτυξη από την εποχή των Κομνηνών και το 1175 εξεδόθη η Εξήγησις Κανόνων από τον πατριάρχη Αντιοχείας Βαλσαμώνα, η μεγαλύτερη εργασία εκκλησιαστικού δικαίου.Οι υπάλληλοι του κράτους έπρεπε να γνωρίζουν τους νόμους και υπήρχαν νομικές σχολές, στις οποίες διδάσκονταν οι αρχές της επιστήμης, σχολές που ίδρυσε και ενίσχυσε ο Ιουστινιανός και αναμόρφωσαν ο Καίσαρας Βάρδας τον 9ο αι. και ο Κωνσταντίνος Μονομάχος το 1045.  

 

Ο αυτοκράτορας στην διοίκηση του κράτους είχε όλες τις αρμοδιότητες και όλες οι αποφάσεις ήταν δικές του. Ο χρόνος του όμως ήταν λίγος και δεν μπορούσε να είναι πανταχού παρών, για αυτό είχε βοηθούς και συμβουλάτορες.  Στις κυριότερες αποφάσεις του συμβουλευόταν ένα μικρό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου προέρχονταν από την Σύγκλητο. Οι τίτλοι και τα αξιώματα άλλαζαν ανάλογα με τις εποχές και σε μερικές περιόδους μπορούσαν να αγοραστούν , συνήθεια που κατάργησε ο Ιουστινιανός γιατί βοηθούσε στην ανάπτυξη της διαφθοράς. Στο αυτοκρατορικό παλάτι υπήρχαν διάφοροι τίτλοι, οι οποίοι ήταν περισσότερο τιμητικοί και δεν συνεπάγονταν κάποια πραγματική εξουσία. Οι διάδοχοι, οι οποίοι στέφονταν όσο ζούσε ο βασιλιάς ονομάζονταν Καίσαρες και τον τίτλο αυτό είχαν και άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, αλλά στην περίπτωση αυτή ήταν καθαρά τιμητικός. Την εποχή των Κομνηνών ο τίτλος αυτός ξέπεσε και αντικαταστάθηκε από διάφορους άλλους, όπως τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και την εποχή των Παλαιολόγων τον τίτλο του Δεσπότη, που σήμαινε και τον άρχοντα κάποιας περιοχής. Ο Αλέξιος ο Κομνηνός ονόμασε τα μέλη της οικογένειας του σεβαστό, πρωτοσεβαστό και πανυπερσεβαστό, ενώ οι πεθεροί του λέγονταν βασιλεοπάτορες.

 

Η πρώτη κυρία των τιμών, μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ονομάζονταν Κυρία  Ζωστή. Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι, είχαν το δικαίωμα να τρώνε μαζί με τον βασιλιά στο αυτοκρατορικό τραπέζι. Τέλος, μια άλλη επωνυμία που είχε τεράστιο κύρος ήταν ο Πορφυρογέννητος, που δινόταν στα παιδιά του αυτοκράτορα που γεννιούνταν στην Πορφύρα, το δωμάτιο στο οποίο γεννούσε η αυτοκράτειρα.Οι Πορφυρογέννητοι θεωρούνταν σχεδόν ιερά πρόσωπα και ο λαός τους λάτρευε.  

 

Ο μεγαλύτερος τίτλος που μπορούσε να αποκτήσει κανείς ήταν ο Πατρίκιος, τίτλος που δημιούργησε ο Μέγας Κωνσταντίνος για λίγους αξιωματούχους. Με τον καιρό αυτοί πλήθυναν και έτσι τον 10οαι. δημιουργήθηκε ο τίτλος του Μάγιστρου, και λίγο αργότερα του Πρόεδρου. Οι τίτλοι αυτοί εξαφανίστηκαν με τον καιρό. Οι επαρχίες είχαν διαιρεθεί τον 4ο αι. σε τέσσερις μεγάλες περιοχές, κάθε μια από τις οποίες διοικούσαν οι Ύπαρχοι., ένα είδος αντιβασιλιά με οικονομική, δικαστική και διοικητική εξουσία. 

 

Την Κωνσταντινούπολη την διοικούσε ο Έπαρχος της πόλης, που έδινε αναφορά στον Ύπαρχο της πόλης. Ο ανώτατος λειτουργός της δικαιοσύνης ήταν ο Κοιαίστωρ του Ιερού Παλατίου και οι ανώτατοι οικονομικοί αξιωματούχοι ήταν ο Κόμης των Θείων Θησαυρών, που διαχειρίζονταν τα οικονομικά του δημοσίου και ο Κόμης της Ιδικής Κτήσεως, που διαχειριζόταν τα οικονομικά του αυτοκράτορα. Ο σπουδαιότερος λειτουργός του Παλατίου όμως ήταν  ο Μάγιστρος των Οφφικίων, που ήταν επικεφαλής όλων των πολιτικών υπηρεσιών. Ήταν τελετάρχης, διευθυντής του ταχυδρομείου και των μυστικών υπηρεσιών και οι αρμοδιότητες του συμπεριλάμβαναν και τις υποδοχές των ξένων αντιπροσωπειών. Στις διαταγές του είχε ένα αριθμό γραμματέων τους οποίους και κατεύθυνε στις εργασίες τους. Τον 6ο και 7ο αι. έγιναν διάφορες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα διακυβέρνησης του κράτους, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η εισαγωγή των θεμάτων. Η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε ένα αριθμό επαρχιών, τα θέματα, τα οποία διοικούνταν από έναν αξιωματούχο, που είχε τόσο τις πολιτικές όσο και τις στρατιωτικές εξουσίες. Ο αρχηγός όλων αυτών των διοικητών ήταν ο Στρατιωτικός Μάγιστρος της Ανατολής. 

 

Ο στρατός κάθε θέματος διαιρείτο σε τρεις τούρμες και κάθε τούρμα σε τρεις μοίρες ή δρούγγες. Ο στρατηγός είχε πολλούς υπαλλήλους που τον βοηθούσαν στα πολιτικά του και στρατιωτικά του καθήκοντα, εξασκούσε πλήρη και απόλυτη εξουσία στο τόπο δικαιοδοσίας του , όμως ο διορισμός και η απόλυση του ήταν υπόθεση του αυτοκράτορα. Την μεταγενέστερη εποχή του Βυζαντίου οι υπάλληλοι του κράτους διαιρούνταν σε Κριτές και σεκρετικούς. Ο  σπουδαιότερος  Κριτής ήταν ο Έπαρχος της Πόλης, που ήταν ο αντιβασιλιάς όταν απουσίαζε ο αυτοκράτορας, επέβλεπε να τηρούνται οι εμπορικοί κανόνες και άκουγε τα παράπονα των συντεχνιών της πρωτεύουσας,και ήταν ο επικεφαλής στην απονομή της δικαιοσύνης και την λειτουργία των φυλακών. Τον βοηθούσε ο Κοιαίστωρ, που είχε κάποια νομοθετική εξουσία, επέβλεπε την διαχείριση της περιουσίας ανηλίκων, εκτελούσε τις διαθήκες και ήταν επικεφαλής ενός εφετείου.

 

Οι δύο αυτοί Κριτές είχαν στις διαταγές τους πολλούς υπαλλήλους. Τρίτος στην τάξη Κριτής ήταν ο επί των δεήσεων, που η εργασία του αφορούσε τις αιτήσεις προς τον αυτοκράτορα. Οι άλλοι υπάλληλοι, οι Σεκρετικοί, ήταν κυρίως οικονομικοί υπάλληλοι. Τα θησαυροφυλάκια ήταν πια 7, και αργότερα έγιναν και άλλες υποδιαιρέσεις και τη διαχείριση των οικονομικών είχαν διάφορα γραφεία, με επικεφαλής τον σακελλάριο. Μετά τον σακελλάριο υπήρχαν οι 4 λογοθέτες, του δρόμου, που σαν αρμοδιότητες είχε την επίβλεψη του ταχυδρομείου, τις εξωτερικές υποθέσεις και που συντόνιζε το κυβερνητικό έργο, του γενικού, που ήταν αρμόδιος για την είσπραξη των φόρων, του στρατιωτικού που μισθοδοτούσε τον στρατό, και των αγελών, που διαχειριζόταν τα κτήματα του βασιλιά. Άλλοι οικονομικοί υπάλληλοι ήταν οι Επόπτες, που εισέπραταν τους φότους στις επαρχιες, οι υπάλληλοι που επέβλεπαν τα κρατικά εργαστάσια,τα υδραγωγεία, οι τελωνειακοί υπάλληλοι,και οι γραμματείς που διαχειρίζονταν την κρατική φιλανθρωπία.  

 

Η άλωση της Πόλης το 1204 κατάστρεψε τον κρατικό μηχανισμό. Την εποχή των Παλαιολόγων προσπάθησαν να αναδιοργανώσουν την διοίκηση, αλλά η γενική φτώχεια είχε επίπτωση και στην οργάνωση του κράτους. Πολλά από τα αξιώματα έμειναν κενοί τίτλοι και ακόμα κι όταν αναφέρονται στις πηγές δεν εξασκούν πραγματική εξουσία. Ο επικεφαλής της διοίκησης την εποχή αυτή ήταν ο μέγας Λογοθέτης, που τον βοηθούσαν ο υπουργός των στρατιωτικών, ο μέγας δομέστικος και ο αρχηγός του στόλου, που λεγόταν μέγας Δουξ. Αλλά και ο πατριάρχης, μέσα στην γενική έλλειψη ασκούσε διοικητικά καθήκοντα.  

 

Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η μόρφωση ήταν ένα σημαντικό πράγμα στην ζωή. Η απαιδευσία ήταν σχεδόν έγκλημα και σε κάθε περίπτωση γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας. Τα παιδιά διδάσκονταν γραμματική πριν από όλα, που εκτός από τη γνώση της γλώσσας σήμαινε και την γνώση των κλασικών συγγραφέων, ιδιαίτερα του Ομήρου. Στη συνέχεια , γύρω στα 14 του χρόνια, ο μαθητής διδασκόταν την ρητορική, ύστερα τη φιλοσοφία και στο τέλος αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία. Μπορούσε να διδαχθεί επίσης ιατρική, νομικά και φυσική. Παράλληλα με την μόρφωση αυτή, το παιδί μάθαινε και θρησκευτικά. Το κείμενο αυτής της χωριστής μόρφωσης ήταν η Βίβλος. Οι δάσκαλοι ήταν οικοδιδάσκαλοι ή ανήκαν σε σχολές και πανεπιστήμια. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ένα Πανεπιστήμιο, που τον 7ο αι. λόγω έλλειψης πόρων έκλεισε. Η Εκκλησία είχε την εποχή αυτή την εκπαίδευση στα χέρια της. Ο θείος όμως του Μιχαήλ Γ’, ο Καίσαρ Βάρδας ίδρυσε ένα νέο πανεπιστήμιο στην Μαγναύρα, στο οποίο διδάσκονταν όλες οι επιστήμες χωρίς προκαταλήψεις. Οι θρησκευτικές αρχές εξέφραζαν την αντίθεση τους, αλλά η παιδεία εξαπλωνόταν συνεχώς. Όμως τελικά και το πανεπιστήμιο του Βάρδα έκλεισε και όσοι ήθελαν να μορφωθούν ήταν αναγκασμένοι να παίρνουν στο σπίτι τους οικοδιδάσκαλους. 

 

Ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, βλέποντας την τραγική κατάσταση της νομικής επιστήμης, ίδρυσε μια σχολή στην οποία διδάσκονταν νομικά , αλλά και φιλολογία, θεολογία και οι κλασικοί. Όλες αυτές οι σχολές υπάγονταν στον αυτοκράτορα, που διόριζε, πλήρωνε αλλά και απέλυε τους καθηγητές. Βιβλιοθήκες όμως δεν υπήρχαν, τα μοναστήρια είχαν κάποιες που ήταν όμως υποτυπώδεις και αποτελούνταν κυρίως από θεολογικά βιβλία. Υπήρχαν επίσης γραφείς που αντέγραφαν και βιβλία, αλλά η τιμή τους γενικά ήταν υψηλή και έτσι τα λαϊκά στρώματα δεν είχαν εύκολη πρόσβαση. Η λαμπρότερη εποχή της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη γενική παρακμή, ήταν η εποχή των Παλαιολόγων. Τότε γεννήθηκαν οι σημαντικότερες μορφές στα γράμματα, αν και δεν ξέρουμε αν υπήρχαν σχολές κάποιας σημασίας.


Η επιρροή του Βυζαντίου 

 

Η επιρροή του Βυζαντίου και ο ρόλος που έπαιξε στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου είναι σπουδαίοι, αν και παραγνωρισμένοι από τους μελετητές. Πριν από όλα, ολόκληρη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, χρωστά τον πολιτισμό της στο Βυζάντιο. Αλλά και η Δυτική Ευρώπη έχει πάρει αρκετά από την αυτοκρατορία της ανατολής, όπως επίσης και ο ισλαμικός κόσμος. Ο πλούτος της Πόλης, την έκαναν να μοιάζει στα μάτια των δυτικοευρωπαίων μια σχεδόν μυθική πολιτεία. Οι Σλάβοι πριν από όλους οφείλουν την αυτοσυνείδηση τους στο Βυζάντιο. Πολλές φορές προσπάθησαν να καταλάβουν την βασιλεύουσα, αλλά στο τέλος υπέστησαν την πιο ευεργετική επιρροή, όταν αποδέχθηκαν την Ορθοδοξία. Οι Βούλγαροι προσκύνησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία , ενώ και οι Μοραβοί, που την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη δύναμη, εντυπωσιασμένοι από το μεγαλείο της Πόλης ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τους αποστείλει κάποιους ιεραποστόλους για να τους γνωρίσει την Ορθοδοξία.

 

Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, δύο αδέλφια από την Θεσσαλονίκη πήγαν στο Μοραβικό βασίλειο, και χωρίς υπερβολή εκπολίτισαν τους Σλάβους. Δημιούργησαν την γραπτή τους γλώσσα,και παρ’ όλο που στο τέλος οι Μοραβοί απαρνήθηκαν τους Βυζαντινούς με τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή τους, το έργο των δύο αδελφών δεν χάθηκε χάρη στους Βούλγαρους οι οποίοι συνέχιζαν να δέχονται τους Βυζαντινούς σαν οδηγούς στον θρησκευτικό τομέα. Ο πολιτισμός των Βουλγάρων ήταν καθαρά Βυζαντινός στο πνεύμα του. Μεταφραστές απόδωσαν στα βουλγάρικα την Βίβλο, μυθιστορήματα και θεία κηρύγματα. Τα κτίρια και οι εκκλησίες αντέγραφαν μοντέλα από την Πόλη . Το ίδιο έγινε και με τους Σέρβους που είχαν εκχριστιανιστεί την εποχή του Κύριλλου και του Μεθόδιου. Αλλά και οι Ρώσοι χρωστούν τον πολιτισμό τους στους Βυζαντινούς. Αυτοί εκχριστιανίστηκαν το 989,πήραν την λειτουργία και το αλφάβητο από το Βυζάντιο και πολύ γρήγορα δημιούργησαν μια πρωτότυπη λογοτεχνία εμπνευσμένη από Βυζαντινά πρότυπα. 

 

Η επιρροή του Βυζαντίου συναντάται στην Αρμενία και την Γεωργία. Αν και η άμεση πολιτική και πολιτιστική επιρροή της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, εντούτοις η Κωνσταντινούπολη εξασκούσε μια ακαταμάχητη έλξη, λόγω του πλούτου της, της οργάνωσης της  και του κύρους της. Έτσι οι πιο δραστήριοι Αρμένιοι πήγαιναν στην πρωτεύουσα για να πλουτίσουν, με αποτέλεσμα έπειτα να μεταφέρουν στην πατρίδα τους πολλά στοιχεία από τον Βυζαντινό τρόπο ζωής. Και αν και διατηρούσαν την ανεξαρτησία του βασιλείου τους με ζηλοτυπία σχεδόν, στις δύσκολες ώρες στο Βυζάντιο απευθύνονταν για να βρουν βοήθεια. Εξάλλου και το Αρμενικό αλφάβητο στο ελληνικό βασίζεται, παρ’ όλες τις διαφορές που έχει με αυτό. Η Αρμενική Εκκλησία διατήρησε την αυτονομία της από την Βυζαντινή, σε αντίθεση με την Γεωργιανή που είχε στενές σχέσεις μαζί της. Οι Γεωργιανοί γενικά ήταν λιγότερο ανεξάρτητοι από τους Αρμένιους και δέχονταν ευκολότερα τις Βυζαντινές επιρροές. Στην αρχιτεκτονική και στις διακοσμήσεις των χειρογράφων φαίνονται καθαρότερα οι επιρροές της Κωνσταντινούπολης. 

 

Ένα μεγάλο μέρος του Αραβικού πολιτισμού οφείλεται στον αντίστοιχο  Βυζαντινό, όπως είχε διαμορφωθεί στην Συρία και την Αίγυπτο. Η αρχιτεκτονική των Αράβων επηρεάστηκε από την τέχνη του Βυζαντίου, όπως και η φιλοσοφία και τα μαθηματικά τους. Τα πρώτα τζαμιά των Αράβων στην Δαμασκό χτίστηκαν από Έλληνες, ενώ και στη διαχείριση του κράτους οι χαλίφες χρησιμοποίησαν και Έλληνες γιατί είχαν το υψηλότερο πνευματικό επίπεδο. Τα οικονομικά του Αραβικού χαλιφάτου , μέχρι τον 8ο αι., τα κατέγραφαν στα Ελληνικά. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Βαγδάτη, η επίδραση του Βυζαντίου εξασθένισε αν και η πόλη αυτή χτίστηκε κατά μεγάλο μέρος της από Έλληνες. Πολλοί Άραβες πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθούν και έδιναν μεγάλα ποσά σε Βυζαντινούς δασκάλους για να πάνε να διδάξουν στην Βαγδάτη.  

 

Η επίδραση του Βυζαντίου στα Ιταλικά γράμματα και η σημασία του στην Αναγέννηση είναι γνωστή. Σπουδαίοι σοφοί, όπως ο Πλήθων Γεμιστός και ο Χρυσολωράς, έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην γνώση των γραμμάτων και της φιλοσοφίας στη Δύση, τόσο που μπορούμε άνετα να πούμε πως η Αναγέννηση έχει πολλά χρέη προς το Βυζάντιο. Η επιρροή του κράτους της ανατολής όμως είχε ασκηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας. Πολλοί Ιρλανδοί μοναχοί του 7ου αι. μιλούσαν Ελληνικά, ενώ τον καιρό της εικονομαχίας αρκετοί καλλιτέχνες που διέφυγαν στη Δύση ζωγράφισαν τοιχογραφίες και συνέθεσαν ψηφιδωτά σε Ρωμανικές εκκλησίες. Γενικότερα οι Δυτικοί δέχονταν με επιδοκιμασία όλα τα πράγματα που προέρχονταν από το Βυζάντιο.Ο κυριότερος δρόμος αυτής της επιρροής ήταν το εξαρχάτο της Ραβέννας κι όταν αυτό έπαψε να υπάρχει το αντικατέστησε η Βενετία. 

 

Οι βενετσιάνοι αντέγραψαν σε πολλούς τομείς τα Βυζαντινά πρότυπα. Η σπουδαιότερη εκκλησία της Βενετίας, ο Άγιος Μάρκος, ήταν αντίγραφο των Αγίων Αποστόλων. Οι μεγαλύτεροι άρχοντες όλης της Ιταλίας έστελναν τα παιδιά τους στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσουν και αυτά γυρνούσαν πίσω φέρνοντας πολλές Βυζαντινές συνήθειες ,ενώ όλες οι πόλεις είχαν αντιπροσωπείες στην πρωτεύουσα για να ενισχύουν τις εμπορικές τους σχέσεις. Μια σημαντική στιγμή στην Βυζαντινή επίδραση έχουμε την εποχή του γάμου της Πορφυρογέννητης πριγκίπισσας Θεοφανούς με τον Όθωνα Β’, τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πολλοί Έλληνες από την Ν. Ιταλία και την ανατολή ακολούθησαν την πριγκίπισσα στην αυλή του Όθωνα. Την εποχή των σταυροφόρων οι συγκρούσεις Λατίνων και Βυζαντινών δεν βοήθησε στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους, αλλά την ύστερη περίοδο της αυτοκρατορίας οι Δυτικοί αντιλήφθηκαν τους θησαυρούς που ήταν κρυμμένοι στο Βυζάντιο -πνευματικοί θησαυροί εννοούμε- και οι λόγιοι του Βυζαντίου συνάντησαν εγκάρδια υποδοχή στην δύση. Με την άλωση τέλος της Κωνσταντινούπολης όλοι σχεδόν οι πνευματικοί άνθρωποι κατέφυγαν στην Δύση και εκεί υποκίνησαν την ανάπτυξη των μελετών των Ελληνικών γραμμάτων.  

 

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453,ένας κόσμος φωτός που διήρκεσε 11 ολόκληρους αιώνες, έφτασε στο τέλος του. Ένας μεγάλος πολιτισμός, που έδωσε πολύ περισσότερα από ότι πήρε, έδυσε αμετάκλητα και οριστικά. Όλοι οι βάρβαροι λαοί, που ήρθαν σε επαφή μαζί του, κέρδισαν από  αυτόν και προόδευσαν πολιτιστικά. Άφησε μια σημαντικότατη κληρονομιά στις τέχνες και τα γράμματα, που όσο και να προσπαθούν κάποιοι να την υποβαθμίσουν, εντούτοις αντικειμενικά  βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από όλους τους πολιτισμούς της εποχής της. Το όνομα της πρωτεύουσας αυτού του βασιλείου έγινε θρύλος  και η ανάμνηση της υπάρχει σε όλους όσους ήρθαν σε επαφή μαζί της.  

 


 Σαρακηνοί

Σαρακηνοί. Ονομασία των Αράβων κατά το μεσαίωνα. Στην αρχή ήταν εγκαταστημένοι στη ΒΔ Αραβία. Με ορμητήριο τη χώρα τους άρχισαν από τον 4ο αι. μ.Χ. τις ληστρικές τους επιδρομές εναντίον των χριστιανών, τους οποίους έβλαψαν και τρομοκράτησαν για πολλούς αιώνες. Οι φοβερότεροι από αυτούς ήταν εκείνοι που κατά το μεσαίωνα εγκαταστάθηκαν στη Δ Αφρική. Αυτοί κατέλαβαν την Κρήτη το 826 μ.Χ. και έγιναν η μάστιγα των θαλασσών. Παρέλυσαν τις συγκοινωνίες και την ασφάλεια των ταξιδιωτών, καθώς και των παραλιακών πόλεων της Μεσογείου. Το 960 ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Κρήτη και τους εξόντωσε, αλλά αυτοί μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στα ελληνικά παράλια και στην ενδοχώρα ακόμα, όπου σώζονται πολλά τοπωνύμια, που μαρτυρούν τις επιδρομές τους, όπως Σαρακίνα, Σαρακίνικο, Σαρακινάδα, Σαρακινοί κ.λ.π.


Φράγκοι

Φράγκοι. Γερμανικά φύλα που εμφανίστηκαν τον 3ο αι. μ.Χ. στην Ευρώπη. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στις χώρες του Κάτω Ρήνου. Ήταν οργανωμένοι σε ομοσπονδία, στην οποία πολύ νωρίς εντάχτηκαν και άλλα φύλα, όπως οι Χούμαβοι, οι Χάτιοι, οι Σάλιοι κ.ά., οι οποίοι κατοικούσαν στην δεξιά όχθη του Ρήνου. Οι Φ. με ορμητήριο τις παραρήνιες αυτές περιοχές έκαναν επιδρομές και για περισσότερο από έναν αιώνα παρενοχλούσαν τους Ρωμαίους. Δύο φορές τους νίκησε ο Μ. Κωνσταντίνος το 306 και το 318, αλλά αυτοί εξακολούθησαν τις επιδρομές τους και ανάγκασαν τον Ιουλιανό να εκστρατεύσει εναντίον τους. Και πάλι νικήθηκαν, αλλά ο αυτοκράτορας τους επέτρεψε να παραμείνουν ανάμεσα στους ποταμούς Μεύση και Σκάλδη. Οι Φ. αυτοί ήταν Σάλιοι, οι οποίοι στην αρχή βοήθησαν τους Ρωμαίους στις εκστρατείες τους, αλλά αργότερα επωφελήθηκαν από την παρακμή του Ρωμαϊκού κράτους και επανέλαβαν τις εχθροπραξίες. Έκαναν επιδρομές στη Γαλατία και κατέλαβαν την Κολονία, την οποία όρισαν πρωτεύουσα του μεγάλου τους κράτους, που εκτεινόταν στις δύο όχθες του Ρήνου και έφτανε μέχρι την εσωτερική θάλασσα της Ολλανδίας. Οι Φ. αυτοί ήταν οι Ριπονάριοι.

Η Φραγκοκρατία

Φραγκοκρατία. Η κυριαρχία των Φράγκων δηλ. των δυτικών Ευρωπαίων στις ελληνικές χώρες (13ος - 16ος αι.), που ήταν αποτέλεσμα των σταυροφοριών. Η επικράτηση των Φράγκων άρχισε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Ενετούς (1204) και προοδευτικά εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι μοναδικές εθνικές οάσεις που διατηρήθηκαν ανεξάρτητες μέσα σ' αυτήν την πλημμυρίδα ήταν τα νέα ελληνικά κράτη: Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και διάφορες μικρές "αρχοντίες", που ιδρύθηκαν πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες συσπειρώθηκαν στα νέα αυτά κράτη και η δυστυχία αναζωπύρωσε τον πατριωτισμό τους και το μίσος εναντίον του κατακτητή. Τα ελληνικά αυτά κράτη με τον καιρό έγιναν πολύ ισχυρά, ενώ τα φραγκικά με την αντίδραση των κατοίκων έπεσαν σιγά σιγά σε παρακμή. Οι Φράγκοι προσπάθησαν με τα όπλα, τη θρησκεία, τη γλώσσα και το δίκαιο να κυριαρχήσουν και στην εθνική συνείδηση των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά δεν το κατόρθωσαν.


Βίκινγκς

Βίκινγκς. Ονομασία που έδιναν στον εαυτό τους οι Νορμανδοί, οι κάτοικοι των περιοχών που σήμερα αποτελούν τη Δανία, Σουηδία και τη Νορβηγία. Οι Βίκινγκς, όνομα που σημαίνει πολεμιστές ή βασιλείς των θαλασσών, ήταν λαός ναυτικός, με χαρακτήρα αποφασιστικό, τυχοδιωκτικό και φιλοπόλεμο. Κατά τον 9ο αι. μ.Χ., αναγκασμένοι από την αφιλόξενη φύση της χώρας στην οποία κατοικούσαν, κατέβηκαν στις παραλιακές ευρωπαϊκές περιοχές και έκαναν πειρατείες και εξερευνήσεις. Αναδείχτηκαν οι πιο τολμηροί θαλασσοπόροι. Με αναπτυγμένη την τεχνική τους και με πολλές ικανότητες στη ναυπηγική και την αστρονομία έγιναν επικίνδυνοι για τα μέρη από τα οποία περνούσαν. Στην αρχή με πρόθεση την πειρατεία και τη λαφυραγωγία οργάνωναν μικρά ταξίδια στις γύρω περιοχές. Αργότερα επιχείρησαν μεγάλες πειρατικές επιδρομές, που αναστάτωσαν για δύο αιώνες τη Δύση. Ξεκινούσαν το καλοκαίρι, παραχείμαζαν σε ασφαλή και πρόχειρα οχυρωμένα αγκυροβόλια και την άνοιξη συνέχιζαν τις επιδρομές. Εκτός από τη λεηλασία των περιοχών από τις οποίες περνούσαν, όταν κατάφερναν να επιβληθούν, οργάνωναν αποικίες με ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Ανέπτυξαν εκεί, παρά το σκληρό και φιλοπόλεμο χαρακτήρα τους, θαυμάσιο πνευματικό πολιτισμό. Έφτασαν στο Βορρά μέχρι την Ισλανδία και τη Γροιλανδία και τον Καναδά και στο Νότο μέχρι τα ελληνικά παράλια. Το 787 μ.Χ. εμφανίστηκαν στην Ιρλανδία, το 791 στην Αγγλία, το 800 στην Ισπανία, το 860 από το Δνείπερο πέρασαν στον Εύξεινο Πόντο, το 861 στην Ισλανδία και τις Φερόες, το 883 στη Γροιλανδία, το 1016 στην Ιταλία και το 1081 έκαναν επιδρομές στις ελληνικές χώρες. Στη Ρωσία ίδρυσαν το κράτος των Βαράγγων ή Βαριάγγων και έφτασαν μέχρι το Κίεβο. Στην Ισλανδία δημιούργησαν αποικία, την οποία διατήρησαν μέχρι το Μεσαίωνα. Στη Γαλλία κατέλαβαν την περιοχή εκείνη που από αυτούς πήρε και διατηρεί ακόμη το όνομα Νορμανδία.
Τις επιδρομές τους έκαναν με παράξενα πλοία, στενόμακρα και ταχύπλοα. Το μήκος τους ξεπερνούσε τα 20 μ. και το πλάτος τους τα 6μ. Το βάθος τους ήταν μικρό. Κινούνταν με πανιά και κουπιά και χωρούσαν 80 άνδρες στα πρώτα χρόνια και περισσότερους αργότερα. Είχαν ανασηκωμένες τις πλώρες και πάνω σ' αυτές υπήρχαν διάφορες ανάγλυφες μορφές από μυθολογικά τέρατα. Η κατασκευή τους εξασφάλιζε μεγάλη ταχύτητα και αντοχή στις κακοκαιρίες. Τα πολεμικά τους μέσα αποτελούσαν ο θώρακας, η ασπίδα, το τσεκούρι, το τόξο, το ακόντιο, τα βέλη, η λόγχη και το ξίφος. Στον πόλεμο τους διέκρινε η ορμητικότητα και η αποφασιστικότητα. Ταξίδευαν προσανατολιζόμενοι με την τροχιά του Ήλιου, της Σελήνης και του Πολικού αστέρα. Επειδή δεν είχαν όργανα ναυσιπλοΐας, όπως όλοι οι αρχαίοι θαλασσοπόροι, υπολόγιζαν την απόστασή τους από την ξηρά με παρατηρήσεις που έκαναν στις πτήσεις των πτηνών.
Οι επιδρομές τους είχαν μεγάλη εξερευνητική σημασία. Περιπλέοντας τις βόρειες ακτές της Σκανδιναβίας μπήκαν στη Λευκή θάλασσα και έφτασαν ως το σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Αρχάγγελος. Έφτασαν στη Σκυθία των αρχαίων και αναγνώρισαν πρώτοι την Ισλανδία ως νησί. Το όνομά τους συνδέθηκε και με την ανακάλυψη της Αμερικής. Θεωρείται εξακριβωμένο ότι ανακάλυψαν το σημερινό Λαμπραντόρ και έφτασαν μέχρι τις ακτές του Καναδά, όπου εγκατέστησαν και εμπορικό σταθμό. Περίπου 500 χρόνια πριν από τον Κολόμβο οι Βίκινγκς γνώριζαν τις ακτές της Αμερικής. Οι επιδρομές αυτές αποτελούν αξιοσημείωτο σταθμό στην ιστορία της Δύσης και ιδιαίτερα στα μέρη όπου μόνιμα εγκαταστάθηκαν (Αγγλία, Γαλλία κ.λ.π.). Ίχνη από τη διάβασή τους από την Ελλάδα σώζονται στον Πειραιά. Για την παράξενη ζωή τους και τις επιδρομές τους γράφτηκαν πολλά αναγνώσματα και υπάρχουν πολλές σκανδιναβικές παραδόσεις.


Σταυροφορίες

Σταυροφορίες. Εκστρατείες των χριστιανικών εθνών της Δύσης, που πραγματοποιήθηκαν από το τέλος του 11ου αι. μέχρι το τέλος του 13ου αι. μ.Χ. για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο αρχικός αυτός σκοπός κατάντησε με τον καιρό ένα απλό πρόσχημα για την οικονομική και θρησκευτική κατάκτηση της Ανατολής. Οι εκστρατείες αυτές ονομάστηκαν Σταυροφορίες, γιατί όλοι οι πολεμιστές έφεραν το σημείο του σταυρού στο στήθος ή στον ώμο τους.
Αίτια: Τα χριστιανικά έθνη της Δύσης έβλεπαν με λύπη την καταπάτηση των Αγίων Τόπων από τους άπιστους Σελτζούκους (1078), οι οποίοι μάλιστα απαγόρευαν την είσοδο των προσκυνητών σ' αυτούς, όπως νωρίτερα οι Άραβες. Οι προσκυνητές επιστρέφοντας εξιστορούσαν τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες που υπέφεραν και έτσι ερέθισαν το θρησκευτικό ζήλο της χριστιανικής Ευρώπης, η οποία σύσσωμη ξεσηκώθηκε για την απελευθέρωση του τάφου του Χριστού από τα χέρια των απίστων. Ένας από αυτούς τους προσκυνητές ήταν και ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο οποίος διηγήθηκε στον πάπα Ουρβανό Β΄ την άθλια κατάσταση των χριστιανών της Ανατολής και του παρέδωσε, όπως λέγεται, αίτηση του πατριάρχη των Ιεροσολύμων, με την οποία αυτός ζητούσε επίμονα τη βοήθεια των χριστιανών της Δύσης για την ανακούφιση των αδερφών τους, που έπασχαν.


Η Α΄ Σταυροφορία (1096 - 1099). Το 1906 ο πάπας Ουρβανός Β΄ σε θρησκευτική συγκέντρωση, που έγινε στο Κλερμόν της Γαλλίας και στην οποία παραβρέθηκαν οι πρέσβεις όλων των ευρωπαϊκών εθνών, κήρυξε επίσημα την οργάνωση Σταυροφοριών. Η πρόσκληση έγινε δεκτή από όλους με ομοψυχία και ενθουσιασμό. Τον ίδιο χρόνο 50.000 άνθρωποι με αρχηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη ή Κουκούπετρο, όπως τον γράφουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί, ξεκίνησαν από την Κεντρ. Ευρώπη και έφτασαν από διάφορους δρόμους στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε οριστεί τόπος συγκέντρωσης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Α΄ τους πέρασε στην απέναντι μικρασιατική ακτή, όπου όμως βρήκαν το θάνατο από τους Τούρκους της Νίκαιας. Το ανομοιόμορφο, απειθάρχητο και ανεκπαίδευτο αυτό πλήθος των Σταυροφόρων εξοντώθηκε έτσι χωρίς να μπορέσει να προσεγγίσει το σκοπό του. Αργότερα άλλος στρατός πειθαρχημένος, από 80.000 περίπου άνδρες, και αρχηγό το Γοδεφρείδο της Μπουγιόν αναχώρησε για την Ανατολή πέρασε τον Ελλήσποντο και κυρίευσε τη Νίκαια (1097), την Αντιόχεια (1098) και την Ιερουσαλήμ (1099). Ο Γοδεφρείδος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ· το 1100 όμως πέθανε και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Τα θρησκευτικά ιπποτικά τάγματα, τα οποία ιδρύθηκαν τότε για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και την υπεράσπιση των χριστιανικών κρατών, που δημιουργήθηκαν στην Ανατολή, απέκτησαν μεγάλη δύναμη και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της κατάστασης. Τα σπουδαιότερα από αυτά ήταν: 1) το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ιερουσαλήμ, τα μέλη του οποίου φορούσαν μαύρο μανδύα και λευκό σταυρό, 2) το τάγμα των Ναϊτών, με λευκό μανδύα και κόκκινο σταυρό και 3) το τάγμα των Τευτόνων, δηλ. Γερμανών ιπποτών, με λευκό μανδύα και μαύρο σταυρό.


Η Β΄ Σταυροφορία (1147 - 1149). Αιτία για την οργάνωσή της υπήρξε η κατάληψη της Έδεσσας από τους Σαρακηνούς το 1142. Η είδηση αυτή έβαλε σε ανησυχία την Ευρώπη, η οποία φοβήθηκε για την τύχη και των άλλων Φραγκικών ηγεμονιών της Ανατολής και μάλιστα της Ιερουσαλήμ. Γι' αυτό ο πάπας Ευγένιος Γ΄ παρακίνησε το Γερμανό αυτοκράτορα Κοράδο Γ΄ και το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄ να υπερασπιστούν το σταυρό. Οι δύο μονάρχες δέχτηκαν την πρόσκληση το 1147 και οδήγησαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολή, αλλά η εκστρατεία τους απέτυχε· γι' αυτό αναγκάστηκαν να επιστρέψουν, αφήνοντας το βασίλειο της Ιερουσαλήμ σε πολύ ασθενέστερη κατάσταση από εκείνη που το βρήκαν.


Η Γ΄ Σταυροφορία (1189 - 1192). Όταν ο σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαδίν κυρίευσε την Ιερουσαλήμ το 1187, η Ευρώπη αναστατώθηκε και πάλι. Τότε οι μονάρχες τριών χωρών της Ευρώπης, ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α΄, ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος και ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, αποφάσισαν να οδηγήσουν τους στρατούς τους αυτοπροσώπως κατά των απίστων (1189). Η εκστρατεία του Φρειδερίκου απέτυχε, γιατί αυτός, προτού φτάσει στην Παλαιστίνη, έπεσε από το άλογό του στον ποταμό Κύδνο και σκοτώθηκε (1190), ενώ ο στρατός του καταστράφηκε από λοιμό. Αλλά οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας πέτυχαν και κυρίευσαν την οχυρή πόλη Πτολεμαΐδα (1191), η οποία από τότε και μέχρι το τέλος των Σταυροφοριών υπήρξε ο προμαχώνας των χριστιανών στην Ανατολή. Μετά ο Ριχάρδος θέλησε να προχωρήσει στην Ιερουσαλήμ, αλλά ο Φίλιππος δυσαρεστήθηκε και γύρισε στην πατρίδα του. Γι' αυτό και ο Ριχάρδος αναγκάστηκε να επιστρέψει και αυτός.


Η Δ΄ Σταυροφορία (1202 - 1206). Οργανώθηκε από τον πάπα Ινοκέντιο Γ΄ και το δόγη της Ενετικής Δημοκρατίας Ερρίκο Δάνδολο, οι οποίοι έτρεφαν ιμπεριαλιστικές βλέψεις κατά του Βυζαντίου. Στρατιωτικοί αρχηγοί ορίστηκαν ο Ιταλός ευγενής Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος, ο Γάλλος ευγενής Βιλεαρδουίνος κ.ά. Στο Δάνδολο παρουσιάστηκε ο Αλέξιος, γιος του Ισαάκιου Άγγελου, ο οποίος ζήτησε τη βοήθειά του για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο του Βυζαντίου που είχε χάσει. Συμφώνησαν λοιπόν η Σταυροφορία να κατευθυνθεί πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, για την αποκατάσταση του Αλέξιου και του πατέρα του, και έπειτα προς τον τελικό της σκοπό. Το 1203 οι Σταυροφόροι εμφανίστηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και επιτέθηκαν εναντίον της από ξηρά και θάλασσα. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ εγκατέλειψε την πόλη και οι Σταυροφόροι κυρίευσαν τη βασιλεύουσα και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ και το γιό του Αλέξιο Δ΄, ως συμβασιλιά. Οι νέοι αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, να υποτάξουν δηλ. την ορθόδοξη εκκλησία στον πάπα και να ικανοποιήσουν την απληστία των Ενετών, οι αρπαγές και οι λεηλασίες των οποίων έστρεψαν την οργή του λαού εναντίον των ανάξιων αυτοκρατόρων του. Ο Αλέξιος Δ΄ στραγγαλίστηκε και ο Ισαάκιος πέθανε από τον τρόμο του. Τους διαδέχτηκε ο συγγενής τους Αλέξιος Ε΄ ο Μούρτζουφλος (1204). Αλλά και αυτός αναγκάστηκε να δραπετεύσει, όταν οι Ενετοί επιτέθηκαν και έγιναν κύριοι της επαναστατημένης πόλης. Ανακηρύχτηκε τότε αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης. Καμιά βελτίωση της κατάστασης όμως δεν ήταν πια δυνατή και γι' αυτό η αριστοκρατία με τον κλήρο κατέφυγε στη Νίκαια, όπου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του κράτους. Οι νικητές κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη και ο ελληνισμός δέχτηκε σκληρό χτύπημα.


Οι υπόλοιπες Σταυροφορίες. Ακολούθησαν άλλες 4 Σταυροφορίες χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ανάμεσα σ' αυτές δεν υπολογίζεται η "Σταυροφορία των παίδων" που έγινε το 1212, κατά την οποία 50.000 παιδιά, συγκεντρωμένα από τους ιερείς, ανίκανα να υποφέρουν τους κινδύνους και τις δυσκολίες μιας τόσο μεγάλης επιχείρησης, βρήκαν θλιβερό τέλος.


Η Ε΄ Σταυροφορία (1217). Αρχηγός αυτής ήταν ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β΄, ο οποίος δεν κατόρθωσε να προχωρήσει μακρύτερα από την Πτολεμαΐδα. Ύστερα από μικρές επιτυχίες στην Αίγυπτο αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στη βάση του.


Η Στ΄ Σταυροφορία (1228 - 1229). Ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Β΄, επειδή φοβήθηκε αφορισμό, εκστράτευσε στην Παλαιστίνη (1228) και κυρίευσε όχι μόνο την Ιερουσαλήμ, αλλά και όλες τις πόλεις τις οποίες είχαν χάσει οι χριστιανοί. Αλλά αμέσως μετά την αναχώρησή του οι Σαρακηνοί ανέκτησαν όλες τις πόλεις που είχαν κυριευτεί από το Φρειδερίκο.


Η Ζ΄ Σταυροφορία (1248 - 1254). Αρχηγός αυτής ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ΄ ο άγιος, ο οποίος κυρίευσε τη Δαμιέτη της Αιγύπτου (1249), αλλά έπειτα αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλο το στρατό του και μόλις το 1254 κατόρθωσε να ελευθερωθεί και να γυρίσει στην πατρίδα του, αφού πλήρωσε λύτρα.


Η Η΄ Σταυροφορία (1270). Την επιχείρησε ο ίδιος ο Λουδοβίκος Θ΄, ο οποίος όμως πέθανε στην Τύνιδα από επιδημία. Αυτή ήταν και η τελευταία Σταυροφορία, ύστερα από την οποία οι Σαρακηνοί κυρίευσαν τη μία μετά την άλλη όλες τις χριστιανικές πόλεις και τέλος το 1291 και την ίδια την Πτολεμαΐδα· έτσι χάθηκε και το τελευταίο λείψανο των Σταυροφοριών.
Αποτελέσματα: Η Ευρώπη έχασε έξι εκατομμύρια ανθρώπων εξαιτίας των εκστρατειών αυτών. Αλλά και σ' αυτές οφείλεται το γεγονός ότι ήρθαν σε επαφή και αλληλογνωρίστηκαν τα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη· η κατάσταση των πολιτών βελτιώθηκε, γιατί καταστράφηκε η τάξη των φεουδαρχών από τα έξοδα των εκστρατειών. Το εμπόριο επεκτάθηκε σ' ολόκληρη την Ευρώπη, οι γνώσεις των ανθρώπων αυξήθηκαν και το πνεύμα τους αναπτύχθηκε. Πολλές τέχνες και πνευματικές κατακτήσεις των Ελλήνων και των Αράβων, που μέχρι τότε ήταν άγνωστες στην Ευρώπη, έκαναν για πρώτη φορά την είσοδό τους σ' αυτή. Ο νέος ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι, στο μεγαλύτερό του μέρος, αποτέλεσμα των Σταυροφοριών αυτών.


Ιωαννίτες Ιππότες

Ιωαννίτες ιππότες. Θρησκευτικοστρατιωτικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε κατά τον 6ο αι. μ.Χ. και είχε στις τάξεις του κυρίως Σταυροφόρους. Αργότερα η έδρα του μεταφέρθηκε στα Ιεροσόλυμα και μετονομάστηκε σε "Τάγμα των Ιεροσολύμων". Ως σκοπό το τάγμα είχε την προστασία και τη βοήθεια των προσκυνητών των Αγίων Τόπων. Μετά την κατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Τούρκους (1187) μεταφέρθηκε το 1291 στην Κύπρο και το 1308 στη Ρόδο, όπου και μετονομάστηκε σε "Τάγμα των ιπποτών της Ρόδου". Από τη Ρόδο το τάγμα αυτό προσπάθησε να καταλάβει την Πελοπόννησο, αλλά απέτυχε. Το 1522 αντιστάθηκε γενναία στην επίθεση των Τούρκων, αλλά στο τέλος νικήθηκε. Το 1530 εγκαταστάθηκε στη Μάλτα, όπου έμεινε μέχρι το 1798, οπότε το νησί καταλήφθηκε από το Ναπολέοντα. Το 1805 μεταφέρθηκε στην Κατάνη, το 1826 στη Φεράρα και το 1834 στη Ρώμη. Σήμερα το τάγμα εδρεύει ακόμα στη Ρώμη, έχει παρακμάσει και έχει περιοριστεί στο θρησκευτικό του χαρακτήρα.

/Κορυφή/     


Copyright © 2000  [by John Baibakis]. All rights reserved.